Ο Νίκος Μαχλάς μίλησε για τις 3 Μαΐου 1998 όπου αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη αλλά και για τον καριέρα του στο εξωτερικό δηλώνοντας την πίστη του στο ταλέντο των Ελλήνων ποδοσφαιριστών.
Ο νυν πρόεδρος του ΟΦΗ μίλησε στην ιστοσελίδα «onsports» δίχως να κρύψει τα συναισθήματα του για την περίοδο όπου αγωνιζόταν στην Ολλανδία αναγκάζοντας όλη την Ευρώπη να παραμιλάει.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Νίκου Μαχλά
Στις 3 Μαΐου του 1998 σκοράρατε για 34η φορά με τη Βίτεσε, στον αγώνα με την Φέγενορντ και με το τέρμα αυτό κατακτήσατε το «χρυσό παπούτσι»…
«Ήταν μια καταπληκτική χρονιά για μένα και την ομάδα. Εκείνη την εποχή η ομάδα «γεννιόταν» και έπαιζε φανταστικό ποδόσφαιρο, είχαμε ένα τρομερό σύνολο. Θεωρώ ότι για τα δικά μου δεδομένα, η ομάδα είχε ένα γήπεδο από τα πιο σύγχρονα και ήταν η χρονιά που έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο. Σίγουρα για ένα ποδοσφαιριστή που έρχεται από την Ελλάδα είναι ένα μοναδικό ρεκόρ. Ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα που θα το θυμάμαι για όλη μου τη ζωή».
Ποια ήταν τα συναισθήματα από εκείνο το παιχνίδι;
«Όταν παίζεις ποδόσφαιρο, καθημερινά σκέφτεσαι να κερδίζει η ομάδα σου και στο μυαλό μου δεν ήταν να πετύχω 34 τέρματα γιατί υπήρχε και άλλο παιχνίδι, όπου μπορούσα να είχα ολοκληρώσει τη χρονιά με περισσότερα τέρματα. Είχε μείνει ένα εκτός έδρας ματς που κερδίσαμε αλλά δεν είχα σκοράρει, όμως ήμουν ήδη πρώτος σκόρερ. Θυμάμαι ήταν η «μάχη» με τον Χακάν Σουκούρ για τον πρώτο σκόρερ στην Ευρώπη. Ήταν μια ανεπανάληπτη στιγμή και εύχομαι να το ζήσουν κι άλλοι ποδοσφαιριστές και χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω και άλλος ποδοσφαιριστές που εξελίχτηκαν και χαίρομαι που ήμουν από τους πρώτους που έφυγε στο εξωτερικό».
Ήσασταν από τους πρώτους ποδοσφαιριστές που αγωνιστήκατε στο εξωτερικό. Πόσο δύσκολο ήταν;
«Ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ήταν δύσκολο να ξεφύγεις από την ελληνική νοοτροπία και να πετύχεις σε μια ξένη χώρα. Για μας δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Τους πρώτους έξι μήνες ζορίστηκα πάρα πολύ. Όμως, όταν αγαπάς κάτι και θες να πετύχεις και έχεις την αφοσίωση, τότε μπορείς να τα καταφέρεις. Οι Έλληνες παίκτες δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα, σε αυτό τον τομέα. Αυτοί οι ποδοσφαιριστές είναι τυχεροί που μεγάλωσαν σε ξένες χώρες».
Υπήρχε καχυποψία προς τους Έλληνες ποδοσφαιριστές εκείνη την περίοδο;
«Όχι το ίδιο μπορεί να συμβεί με έναν Χιλιανό, έναν Αφρικανό ή Κινέζο. Σε αυτές τις χώρες μπορούν να υπάρχουν 5 παίκτες που μπορούν να κάνουν το βήμα παραπάνω. Έτσι έτυχε και με μένα. Εκείνη την περίοδο ήταν να πάω στην Σαμπντόρια, όμως ήθελα πρώτα να κάνω ένα βήμα και μετά να πάω σε ένα πιο δυνατό πρωτάθλημα. Για τον λόγο αυτό, διάλεξα μια ομάδα που μου ανέφεραν πως θα ήταν ανερχόμενη και μετά να φύγω για μεγαλύτερη ομάδα. Όπως και έγινε και μετά πήγα σε μια μεγάλη ομάδα, που ήταν ο Άγιαξ».
Ήταν ένα έξτρα κίνητρο το νέο γήπεδο;
«Όταν πήγα εγώ ήταν υπό κατασκευή και το εγκαινίασαν λίγο πριν τελειώσει η σεζόν. Όλα έπαιξαν ρόλο, όπως ο τρόπος που προσέγγισαν οι άνθρωποι της Βίτεσε. Είχα την δυνατότητα να πάω σε άλλη χώρα, Ήταν σαν ένα παραμύθι. Όταν το ζεις πρώτος ο κόσμος το θυμάται».
Πάντως ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Ένα ολόκληρο γήπεδο να χορεύει συρτάκι…
«Πάντα το πρώτο το θυμούνται. Παρόλο που δεν πήγαμε καλά στο Μουντιάλ, έχει μείνει το γκολ με την Ρωσία. Η στιγμή και το τάιμινγκ είναι αυτό. Στην συνέχεια είδαμε και άλλα παιδιά να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, όπως ο Σαμαράς, ο Τσιάρτας, ο Ζήκος που έπαιξε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ με την Μονακό, ο Παπαδόπουλος με τη Σάλκε. Το θετικό είναι ότι κάναμε την αρχή και εμπιστεύτηκαν τους Έλληνες ποδοσφαιριστές».
Υπάρχει ένα μικρό παράπονο από το γεγονός πως η τότε Εθνική ομάδα που δεν πέτυχε κάτι;
«Η ομάδα που είχαμε τότε ήταν πολύ καλή ομάδα. Απλά έγιναν διάφορα για να δεχθούμε αυτή την συντριβή στην Αμερική. Θεωρώ πως αντιμετωπίσαμε τις καλύτερες ομάδες των χωρών αυτών. Η Αργεντινή ήταν η καλύτερη ομάδα που είχε εκείνη την περίοδο. Η Βουλγαρία με μεγάλους παίκτες που έφτασε στον ημιτελικό. Και η Νιγηρία, που από τότε έχει να βγάλει καλή ομάδα».
Έπαιξε ρόλο που δεν είχαμε ποδοσφαιριστές με εμπειρία στο εξωτερικό;
«Εμείς τους βλέπαμε τους άλλους σαν ήρωες. Βλέπαμε τους Μαραντόνα, Μπατιστούτα, Κανίγια και λέγαμε να πάρουμε την φανέλα και να πούμε και ευχαριστώ. Το ταλέντο που είχε η Εθνική ήταν μεγάλο. Πήγαμε 1,5 μήνα για προετοιμασία αλλά αντιμετωπίσαμε μεγάλη ταλαιπωρία. Ήταν καλό γιατί έγιναν παραδείγματα στην ΕΠΟ και τα διόρθωσε και με τη σωστή δουλειά και το ταλέντο πήραμε το ευρωπαϊκό».
Ποια ήταν η διαφορά των δύο ομάδων;
«Θεωρώ πως ήταν το ίδιο ομάδα όπως το 2004 που ήταν πιο τυχερή και πιο άξια και πρέπει να είσαι άξιος, γιατί δεν είναι τυχαίο που πήραμε το ευρωπαϊκό».
Ποια ήταν τα στοιχεία που συνετέλεσαν για να πετύχετε;
«Πάντα ήμουν ένας παίκτης που κοίταγα το γκολ. Στην Ολλανδία έμαθα ότι ο καθένας έχει έναν ρόλο. Ο ρόλος ο δικός μου ήταν να βάλω την μπάλα στα δίχτυα. Ήταν η χημεία, που αν έμενε η ομάδα, γιατί μετά σκορπίσαμε, όλοι την περίμεναν ότι θα έπαιρνε πρωτάθλημα. Αλλά φύγαμε και κατάφερε απλά να βρει Ευρώπη».
Ποια ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας από την παρουσία σας στο εξωτερικό;
«Σημαντικό είναι η συγκέντρωση και η ηρεμία που βρίσκεις στο εξωτερικό. Δεν ασχολείσαι με τι λένε οι εφημερίδες, δεν έχεις να κάνεις με χούλιγκαν. Δεν σε αποπροσανατολίζουν. Εδώ ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει ένα σύστημα που ξεφεύγει και πάλι είναι ήρωες. Για αυτό λέω ότι το σημαντικό για έναν ποδοσφαιριστή είναι ο επαγγελματισμός. Περνάς ωραία και σε κάνει να αποδώσεις».
Υπήρξε κάποια περίοδος που απογοητευτήκατε;
«Υπήρχαν απογοητεύσεις μικρές και σε κάνουν να πεισμώνεις περισσότερο. Εδώ όλα είναι ακραία. Ή το καλό ή το κακό».
Έχετε επιστρέψει στην Ολλανδία;
«Έχω ξαναπάει μια δύο φορές. Στην Ολλανδία με αγάπησαν πάρα πολύ. Και για την αξία ποδοσφαιρική και σαν άτομο. Έχουν άλλη νοοτροπία. Είναι τελείως διαφορετικοί κόσμοι».
Ποια είναι τα κέρδη από την καριέρα σας στο εξωτερικό;
«Οι γνωριμίες και οι ανοικτές πόρτες στην Ολλανδία είναι ότι καλύτερο. Είχα πάει με τον ΟΦΗ, ως παίκτης και ήταν τόσο μεγάλη η ζεστασιά που ένιωσα. Ο κόσμος με χαιρέταγε. Ήταν ένα ωραίο συναίσθημα».
Θα αλλάζατε κάτι από την ποδοσφαιρική σας καριέρα;
«Δεν είμαι άνθρωπος που το σκέφτομαι έτσι. Σκέφτομαι πως κάθε στιγμή είναι διαφορετική. Δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι. Και τα καλά και τα κακά. Αν δεν περάσεις δυσκολίες δεν μπορείς να ξέρεις ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό».
Υπήρξε στιγμή που θεωρήσατε πως είχατε ολοκληρωθεί ποδοσφαιρικά;
«Ήξερα τα στοιχεία μου. Ήξερα πως δεν είμαι ο πιο γρήγορος ποδοσφαιριστής στην κόντρα. Έπρεπε να εκμεταλλευτώ τον τρόπο παιχνιδιού μου. Ότι κάνεις. Και στην Ελλάδα, αλλά το θέμα είναι πως αντιλαμβάνεσαι το παιχνίδι. Αν έχεις ταλέντο να εξελίξεις μόνος σου. Είναι θέμα προσωπικότητας. Έχω δει παίκτες που είχαν ταλέντο αλλά δεν είχαν την νοοτροπία να κάνουν καριέρα. Μπορεί να υπάρχουν ταλέντα και το μυαλό χαμηλού επίπεδου, ενώ υπάρχουν παίκτες με χαμηλότερη ποιότητα που τα καταφέρνουν. Το ποδόσφαιρο έχει δύναμη, ποιότητα, σκέψη και για αυτό είναι το πληρέστερο άθλημα.
Αν δεν δουλέψεις πως θα σε εμπιστευτεί ο προπονητής. Ακούω που ο πατέρας λέει πως το παιδί του δουλεύει αλλά δεν μπορεί να προσφέρει. Δεν είναι μόνο να δουλέψεις. Θεωρώ ότι αυτό είναι δεδομένο. Αν έχεις το ταλέντο πρέπει να το εξελίξεις μόνος σου. Να πας σε μια ομάδα και να κολλάς στη χημεία».
Έχετε ξεχωρίσει κάποιον συμπαίκτη;
«Πολλούς παίκτες και στην Εθνική ομάδα. Ήταν ο Μπράιαν Λάουντρουπ, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς παρότι που δεν το είχε βγάλει στους αγώνες. Αλλά στην προπόνηση είχαμε πάθει πλάκα».
Από Έλληνες ποδοσφαιριστές;
«Από Έλληνες ήταν πολύ όλοι καλοί παίκτες. Ο Μανωλάς, ο Νιόπλας, ο Σαραβάκος, ο Αποστολάκης. Τέτοιος παίκτης δεν υπάρχει με τέτοια προσόντα. Ο Κωφίδης αλλά και μια σειρά ποδοσφαιριστών, όπως ο Αλεξανδρής. Ήταν μια μεγάλη φουρνιά».