Ο Πέτρος Μαρινάκης εξιστορεί στο athletestories.gr την ζωή του και πως από τις αλάνες των Καμινίων βρέθηκε στον ΟΦΗ και την Σεβίλλη. Η σημαδιακή επιστροφή του στο Ηράκλειο το ’96, μια εβδομάδα πριν πεθάνει η μητέρα του.
Σε μια σπάνια εξομολόγηση του που ξεκινάει από τα παιδικά του χρόνια μέχρι και το τέλος της καριέρας του, ένας από τους πιο ολοκληρωμένους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν την φανέλα του ΟΦΗ μιλάει από την παιδική του ηλικία όπου ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας μέχρι την σπουδαία καριέρα που ακολούθησε.
Αναλυτικά η ιστορία της ζωής του Πέτρου Μαρινάκη όπως την περιγράφει ο ίδιος
Εκείνες τις αλάνες στα Καμίνια Ηρακλείου τις έχω πεθυμήσει πολύ!
Βέβαια, τώρα πια δεν υπάρχουν αλάνες. Μου έχουν λείψει όμως, ήταν και ο δικός μου τρόπος να περνάω καλά, να διασκεδάζω μέσα στην καθημερινότητά μου. Περίμενα κάθε μέρα να τελειώσει το σχολείο, να πετάξω την τσάντα στο σπίτι και να πάω να παίξω ποδόσφαιρο.
Μια φορά, γύρω στα 10 εγώ, είχε βρεθεί τυχαία ο μπαμπάς μου εκεί, στην αλάνα, και μαζί του ήταν ένας κύριος που είχε έρθει από την Αθήνα. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, απλώς παρακολουθούσαν μαζί που παίζαμε και βάζαμε και το παιδί με τη μπάλα στο τέρμα! Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν γυρνάει και λέει στον πατέρα μου, χωρίς να γνωρίζει τη σχέση μας, «αυτό το παιδί θα το δούμε μια μέρα στα μεγάλα σαλόνια».
Θυμάμαι μάλιστα και μια άλλη φορά που κάποιος βρήκε ένα πέταλο πεσμένο στην αλάνα, το πέταξε και, δεν ξέρω πώς, με βρήκε στο κεφάλι και μου άνοιξε, αίματα κτλ. Τι να πω; Συμβολισμός; Το πέταλο είναι τύχη.
Δεν περίμενα κάτι άλλο από τον εαυτό μου εκτός από το να γίνω ποδοσφαιριστής, μόνο αυτό με ενδιέφερε, έλεγα μέσα μου «εγώ θα παίξω ποδόσφαιρο επαγγελματικά». Και όλα προήλθαν από την αλάνα, δεν υπήρχε άλλη επίδραση.
Πήγαινα βέβαια στο γήπεδο του ΟΦΗ με τον μπαμπά μου αλλά και μόνος μου, μάλιστα έχω βγάλει και κάποιες φωτογραφίες με παίκτες, πχ με τον Μίμη Παπαϊωάννου, τότε που ήταν ξερό το γήπεδο. Ο άνθρωπος ήταν μορφή και ως προσωπικότητα αλλά και ως ποδοσφαιριστής, απ’ τους μεγαλύτερους παίκτες που έχει βγάλει η Ελλάδα.
Η οικογένειά μου δεν είχε πολλές δυνατότητες και, από τη στιγμή που εγώ είχα την αρρώστια να παίξω μόνο ποδόσφαιρο, δεν είχαν πρόβλημα να βάλω σε δεύτερη μοίρα το σχολείο, να μην σπουδάσω. Η μαμά μου, όπως και όλες οι μαμάδες, εδώ που τα λέμε, ήταν λίγο πιο πιεστική, «όχι, παιδί μου, καλύτερα θα αφοσιωθείς στο σχολείο». Ο μπαμπάς μου ήθελε να με αφήσει ανεπηρέαστο, «ό,τι θέλει το παιδί θα κάνει», δεν με πίεσε ποτέ. Μάλιστα, δεν ξέρω καν εάν ερχόταν και με έβλεπε στο γήπεδο, πάντως εμένα ποτέ δεν μου ζήτησε εισιτήριο.
“Ιδρώνοντας” τη φανέλα του ΟΦΗ
Από μικρός λοιπόν ποδόσφαιρο, μου άρεσε να είμαι ποδοσφαιριστής, κάποια στιγμή άρχισα να μακραίνω και τα μαλλιά μου… έχω και κάτι ωραίο πάνω μου! Γύρω στα 18 μου, όταν υπέγραψα με την ομάδα του ΟΦΗ δηλαδή, σκέφτηκα να τα αφήσω. Με κούρεψαν βέβαια υποχρεωτικά στον στρατό και μετά τα ξανάφησα πάλι, μου άρεσαν μακριά.
Είμαι γέννημα-θρέμμα Κρητικός, Ηρακλειώτης και ΟΦΗ. Από τα 12 μου χρόνια εκεί, μεγάλωσα και αναδείχθηκα εκεί, πολλά χρόνια, πολλές συμμετοχές με την ομάδα.
Ωστόσο, τα οικονομικά σε εκείνα τα επτά χρόνια δεν ήταν αυτά που θα έπρεπε, ήμουν βέβαια γηγενής. Ήταν πολύ σημαντικό που μου έκαναν πρώτα ημιεπαγγελματικό συμβόλαιο για δύο χρόνια και στη συνέχεια επαγγελματικό για πέντε, παίρνωντας απλώς τον μισθό μου. Παρόλα αυτά, επέστρεφα στον ΟΦΗ, ενώ είχα προτάσεις κι από άλλες ομάδες, με λιγότερα χρήματα.
Στην ομάδα του Ηρακλείου είχα φοβερούς συμπαίκτες και πολύ καλά παιδιά, όπως ο Γιάννης Σαμαράς, ο Τάκης Περσίας, ο Γρηγόρης Παπαβασιλείου, ο Χρήστος Βασιλείου, ο Νίκος Γκουλής, πάρα πολλά ονόματα, πόσα να αναφέρω!
Ο Νίκος Νιόπλιας επίσης είναι ένας άνθρωπος που ζούσε μόνο για το ποδόσφαιρο, 110% επαγγελματίας, απ’ την ώρα που ξυπνούσε το πρωί, φοβερός στην προπόνηση και σε όλα του, πρόσεχε τη διατροφή του, τον τρόπο ζωής του. Και τα έκανε από μόνος του, γιατί τότε δεν υπήρχε η υποστήριξη που υπάρχει τώρα, με διατροφολόγους, ειδικούς επιστήμονες που πλαισιώνουν πλέον τις ομάδες.
Ήταν πολύ πειθαρχημένος και στον αγωνιστικό χώρο βέβαια, εγώ πχ ήμουν απείθαρχος ποδοσφαιριστής και, εάν μπορούσα να ακολουθήσω όλα όσα έκανε εκείνος, μπορεί να ήταν και πολύ καλύτερα τα πράγματα στην καριέρα μου. Με είχε εντυπωσιάσει ο Νίκος, ήθελε να είναι πρώτος σε όλα και η ιστορία απέδειξε ποιος πραγματικά είναι.
Ο Νίκος Μαχλάς, από την άλλη, ήταν ένα παιδί πολύ χαμηλών τόνων και ντροπαλό, το οποίο προσπάθησε πολύ και απέδειξε και αυτός ότι με προσπάθεια και με δουλειά μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Η πορεία του ήταν φοβερή στην ομάδα του ΟΦΗ, το εξωτερικό αλλά και την Εθνική.
Υπήρξαν και δύο παιδιά που είχαν μεγάλη επίδραση επάνω μου, ο Αλεχάντρο Ίσις και ο Χάιμε Βέρα, αξέχαστες οι στιγμές μαζί τους.
Ειδικά ο Αλεχάντρο ήταν απόλυτα επαγγελματίας, με είχαν πάρει και οι δύο από κοντά, όπως και όλα τα παιδιά της ομάδας, αλλά περισσότερο με τους δυο τους κόλλησα. Ίσως και επειδή μου άρεσε η ισπανική γλώσσα και τη μιλούσαν, μάλιστα με φώναζαν «Ινδιάνο». Και στη Σεβίλλη με φώναζαν «Ινδιάνο», μου έλεγαν ότι ψιλοέφερνα.
Πάνω απ’ όλους ήταν ο Γκέραρντ, από τον «Μίστερ» πήρα τα πάντα, πήρα δουλειά, πολιτισμό, κοινωνικότητα, τα πάντα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ σημαντικός όχι μόνο για εμένα αλλά και για πολλούς άλλους. Πέρα από το κλάμα που έριξα, όταν έφυγε η μητέρα μου, έκλαψα και για τη φυγή του «Μίστερ», γιατί σημάδεψε τη ζωή μου και την καριέρα μου.
Το σημαντικό που ποτέ δεν θα ξεχάσω ήταν αυτό που μας έλεγε, ότι δεν αρκεί το ταλέντο, θέλει πολύ δουλειά, αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, θα μείνεις ταλέντο. Ήταν και προπονητής και ψυχολόγος. Όταν είχαμε κάποιο πρόβλημα, οικογενειακό, συναισθηματικό, το καταλάβαινε αμέσως, σε έπιανε και σου έλεγε «έλα εδώ, τι συμβαίνει;», το συζητούσες μαζί του και σου έδινε λύση.
Συνολικά, όσον αφορά στη θητεία μου στον ΟΦΗ, πιστεύω ότι έχω μείνει στη μνήμη των φιλάθλων ως ένας παίκτης που τα έδινε όλα, που προσπαθούσε για την ομάδα και “ίδρωνε” τη φανέλα.
Άλλωστε, είμαι και απ’ αυτούς με τις περισσότερες συμμετοχές, γενικότερα βέβαια πρέπει να αλλάξει η γενική νοοτροπία όλων των φιλάθλων. Δεν μπορεί να είσαι σε ένα δευτερόλεπτο “θεός” και το επόμενο άσχετος, ο ποδοσφαιριστής είναι άνθρωπος, όχι ρομπότ, στο παιχνίδι μπορεί να πιάνει και 200 παλμούς!
Η “ριζοσπαστική” μεταγραφή στον Ολυμπιακό
Η ιδέα της μεγάλης μεταγραφής ποτέ δεν είχε μπει στο μυαλό μου, δεν σκεφτόμουν «παίζω για να κάνω μεταγραφή», έπαιζα, γιατί μου άρεσε, έμπαινα στο γήπεδο και έδινα ό,τι είχα και δεν είχα για να βοηθήσω την ομάδα μου.
Σιγά-σιγά, μετά τη συμμετοχή μου στην Εθνική ελπίδων, τη Μεσογειακή ομάδα και την Εθνική Αντρών, άνοιξαν οι ορίζοντες, αλλά και πάλι δεν είχα ως στόχο κάτι διαφορετικό. Για παράδειγμα, παίζαμε αντίπαλοι με τον Ολυμπιακό, ήξερα ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες ομάδες μαζί με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, ήθελα απλώς να τον κερδίζω και δεν σκεφτόμουν μια πιθανή μεταγραφή στην ομάδα, ότι το επόμενο βήμα θα είναι εκεί.
Όταν λοιπόν ήρθε η πρόταση από τους «Ερυθρολεύκους», την οποία μάλιστα δεν περίμενα καθόλου, χάρηκα, ενθουσιάστηκα.
Κάτι άξιο αναφοράς είναι ότι, αν και γηγενής, γέννημα-θρέμμα ΟΦΗ, με τους περισσότερους παίκτες της ομάδας που έκαναν τη διαφορά, όπως εγώ, να πηγαίνουν στον Παναθηναϊκό, εγώ έφερα την αλλαγή κι έγινα ο πρώτος παίκτης που πήγε από τον ΟΦΗ στον Ολυμπιακό!
Τα χρήματα που πήρα για εκείνη την εποχή ήταν καλά, ειδικά συγκριτικά με αυτά που έπαιρνα στον ΟΦΗ, δηλαδή μόνο μισθό και πριμ. Συνολικά τα χρήματα που πήρα από τον Ολυμπιακό και αργότερα τη Σεβίλλη μπορεί να πει κανείς ότι ήταν αρκετά για να ζήσεις άνετα τη ζωή σου. Εάν κάνεις σωστές κινήσεις και καλή διαχείριση βέβαια. Εάν δεν προσέχεις, δεν φτάνουν κι εγώ παραδέχομαι ότι δεν πρόσεχα.
Το «Καραϊσκάκης» δεν είχε καμία σχέση με το τωρινό, ήταν κάπως άχαρο, αλλά ο κόσμος του Ολυμπιακού ήταν πάντα θερμός. Θα προτιμούσα φυσικά να παίζω στο τωρινό.
Δύο χρόνια στον Πειραιά συνεργάστηκα με φοβερούς συμπαίκτες. Βασίλης Καραπιάλης, Ίλια Ίβιτς, Γιουσκόβιακ, Μηνάς Χατζίδης κι άλλοι πολλοί. Ήμασταν όμως καλοί και ως σύνολο. Ειδικά τη δεύτερη χρονιά με Αλεξανδρή και Μπατίστα, τι να πρωτοθυμηθώ, ωστόσο δεν κατακτήσαμε κάτι.
Πρώτος μου προπονητής ήταν ο συγχωρεμένος ο Νίκος Αλέφαντος, κάποια στιγμή υπήρχε η φήμη για τον κύριο Βενγκέρ, ο οποίος μάλιστα είχε πει και πολύ καλά λόγια για εμένα στην εφημερίδα το «Φως», οπότε σκέφτηκα «α, τελικά μπορώ να κάνω πράγματα».
Εν τέλει δεν ήρθε, ανέλαβε ο Τάις Λίμπρεχτς, έμεινε μισό χρόνο και μετά ήταν η σειρά του Σταύρου Διαμαντόπουλου, ο οποίος πίστεψε πολύ σε μένα. Έκανα μαζί του μια πολύ γεμάτη και αξιόλογη χρονιά, ήταν η δεύτερή μου, και εν συνεχεία ήρθε και η μεταγραφή μου στη Σεβίλλη.
Η ευκαιρία της Σεβίλλης
Το καλοκαίρι του 1996 φεύγει ο κύριος Σταύρος και έρχεται ο κύριος Μπάγεβιτς, τον οποίον σέβομαι και εκτιμώ πολύ. Μάλιστα, πριν τη μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό, υπήρχε μια φήμη, δεν ξέρω αν αληθεύει, για ενδιαφέρον της ΑΕΚ, η οποία τότε είχε προπονητή τον Μπάγεβιτς.
Έκανα λοιπόν έναν μήνα προετοιμασία με τον Ολυμπιακό και κάθε μέρα μετά την προπόνηση πήγαινα στο γραφείο του κυρίου Μπάγεβιτς και τον ρωτούσα για τη Σεβίλλη, του ζητούσα να με αφήσει να φύγω, τον παρακαλούσα. Και τελικά μετά από έναν μήνα με άφησε.
Μου άρεσε ο Ολυμπιακός, αλλά πλέον μου δινόταν μια άλλη προοπτική, να πάω να παίξω στην Primera División, κάτι που το θεώρησα πολύ σημαντικό βήμα για εμένα. Εννοείται ότι, εάν δεν ερχόταν η πρόταση από την Ισπανία, θα έμενα στον Ολυμπιακό, με τον οποίον είχα πενταετές συμβόλαιο.
Στη Σεβίλλη ήταν αλλιώς, πήγα σε μια ομάδα με άλλη νοοτροπία. Έκαναν πάντα πρωί προπόνηση, εμείς κάναμε μεσημέρι και στις διπλές πρωί κι απόγευμα. Διαφορετική νοοτροπία όμως είχαν και οι φίλαθλοι, δηλαδή, αν δεν ήσουν καλός σε ένα παιχνίδι, ήταν απλώς μια κακή μέρα, δεν έβριζαν εσένα και την οικογένειά σου.
Θυμάμαι και τον Μανόλο Χιμένεθ, με τον οποίον παίζαμε μαζί, να μου λέει μετά από ένα παιχνίδι «τι έγινε, ρε φίλε; Το ματς τέλειωσε, πάμε, ξεκινάμε προπονήσεις για το επόμενο παιχνίδι».
Ο Μανόλο ήταν πιο χαμηλών τόνων, σοβαρός, μετρημένος, βοηθούσε πολύ, σου μιλούσε, σου έλεγε αυτά που θεωρούσε ότι μπορεί να σε βοηθήσουν, μπορούσες να συζητήσεις μαζί του κάποιο πρόβλημα, ενδιαφερόταν για τον άλλον.
Στην ομάδα ήμασταν δύο οι Έλληνες, εγώ και ο Βασίλης Τσιάρτας, με τον οποίον είχαμε φυσικά επαφή. Μες στο γήπεδο επίσης είχαμε πολύ καλή συνεργασία, αλλά, εδώ που τα λέμε, ο οποιοσδήποτε παίκτης μπορούσε να έχει πολύ καλή συνεργασία μαζί του, με αυτό το πόδι και με αυτή τη μπαλιά που μπορούσε να σου βγάλει.
Όλοι μας ξέρουμε ότι το αριστερό του πόδι ήταν διαβήτης, είτε σε στατική φάση είτε εν κινήσει. Με είχε βγάλει και τετ α τετ στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο φιλικό ΑΕΚ-Σεβίλλη που είχαμε δώσει, αλλά δεν θυμάμαι ποιος είχε αποκρούσει. Παρεμπιπτόντως, με τη Σεβίλλη δυστυχώς δεν έβαλα γκολ, έπαιζα όμως βασικός.
Στην προετοιμασία ο τότε προπονητής μας, ο Καμάτσο, προκειμένου να μάθουμε τη γλώσσα και να έρθουμε κοντά με τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές, δεν μας έβαλε μαζί στο δωμάτιο, αλλά τοποθέτησε τον καθένα μας με Ισπανούς.
Εγώ ήμουν με τον Ματίας Αλμέιδα στο ίδιο δωμάτιο, ταιριάξαμε, μοιάζαμε πολύ και ως χαρακτήρες, μοιάζαμε κάπως και εμφανισιακά, πολύ γέλιο, πολύ πλάκα, ωραίος τύπος. Όταν όμως μπαίναμε μέσα στο γήπεδο, ήταν όλα αλλιώς. Ο Ματίας ήταν απίστευτος, όχι απλώς δεν ήθελε να χάνει, ήθελε να είναι νικητής σε όλες τις μονομαχίες, ήταν “σκύλος”, δούλευε πάρα πολύ και του άρεσε να είναι πρώτος σε όλα. Φάνηκε και από την πορεία του ποιος είναι.
Μιλούσαμε ισπανικά, απλώς οι Αργεντινοί μιλάνε με διαφορετική προφορά. Εγώ τα ισπανικά τα είχα μάθει μόνος μου, δεν πήγα δηλαδή σε δάσκαλο, αλλά και μέσω της παρέας που έκανα με τον Ίσις και τον Βέρα. Δεν τα ξέρω πολύ καλά, αλλά συνεννοούμαι.
Η επιστροφή, η απώλεια, ο έρωτας και η πίκρα
Δεν μπορώ να πω τι ακριβώς σκεφτόμουν κι έφυγα απ’ τη Σεβίλλη. Ένα πρωί έφαγα μία φλασιά, δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς, χωρίς αιτία, χωρίς αφορμή. Δεν υπήρχε λόγος, ήμουν ενθουσιασμένος στην ομάδα, ήμουν παίκτης που έπαιζα, δεν είχα πρόβλημα, ήταν πολύ καλή η ζωή μου εκεί, πρόκειται για μια πανέμορφη πόλη, ήμουν πολύ αγαπητός και στον κόσμο της ομάδας, κάτι που είναι πολύ σημαντικό.
Τότε “έφυγε” και η μητέρα μου, είναι σαν να με περίμενε να πάω σπίτι. Μια εβδομάδα μετά την επιστροφή μου στο Ηράκλειο “έσβησε”. Ίσως να ένιωσα ένα προαίσθημα και να γύρισα. Όταν κατέβηκα στο νησί, η μητέρα μου ήταν ήδη στο νοσοκομείο και, με που την είδα, είπα στον μπαμπά μου «η μαμά δεν έχει ζωή».
Πέρα από αυτό, εγώ είχα γυρίσει στον ΟΦΗ ως δανεικός από τη Σεβίλλη, το καλοκαίρι θα μπορούσα και πάλι να επιστρέψω στην Ισπανία, αλλά είπα «όχι» τελικά. Μπήκε και ο έρωτας στη ζωή μου, ερωτεύτηκα την κυρία Μαριλή, κάναμε δύο υπέροχα αγόρια, οπότε έμεινα στο Ηράκλειο.
Προσπάθησα να φύγω από την πόλη μου, αλλά, όταν είσαι σε μια κατάσταση και προπονείσαι σε αθλητικά κέντρα όπως του ΟΦΗ, του Ολυμπιακού ή της Σεβίλλης, δεν είναι εύκολο να αλλάξεις επίπεδο και να πας κάπου χωρίς αθλητικές εγκαταστάσεις και γενικότερα επαγγελματικές προϋποθέσεις.
Την τρίτη φορά που φόρεσα τη φανέλα του ΟΦΗ, στενοχωρήθηκα. Ενώ είχα ενάμιση χρόνο συμβόλαιο, έκανα το πρώτο μισό και το επόμενο διάστημα ήθελε να με διώξει η ομάδα. Ποτέ δεν βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, φυσικά φέρω κι εγώ ευθύνη για κάποια πράγματα, αλλά πικράθηκα.
Απολογισμός και (αυτο)κριτική
Σχεδόν δεν θυμάμαι την τελευταία μου μέρα στο ποδόσφαιρο, το οποίο για εμένα τελείωσε με τη φυγή μου από τον ΟΦΗ. Πήγα λίγο Εθνικό Αστέρα, ξαναγύρισα, μετά λίγο Β’ Εθνική κτλ, αλλά, φεύγοντας από τον ΟΦΗ, θεώρησα ότι κρέμασα παπούτσια.
Στον Θεσπρωτό συνάντησα τον Χουάν Ρότσα, ήμουν βοηθός προπονητής, αλλά τα πράγματα και εκεί ήταν δύσκολα. Όχι από τη μεριά του Χουάν βέβαια, ένας εξαίρετος άνθρωπος, ποδοσφαιριστής και προπονητής, με μια φοβερή καριέρα. Απλώς δεν υπήρχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις κι ο επαγγελματισμός…
Αδίκησα τον εαυτό μου τελικά. Με το ταλέντο που είχα και τις δυνατότητες που μου δόθηκαν, δεν έφτασα εκεί που μου άξιζε. Σκέφτομαι όλη τη διαδρομή μου, έχω κάνει και πολλές συζητήσεις με καλούς φίλους και έχω καταλήξει ότι θα μπορούσα να κάνω πολλά περισσότερα.
Μέσα σε όλα, ένα πράγμα που με έχει στενοχωρήσει αφορά στην Εθνική ομάδα. Με έχουν καλέσει και έχω αγωνιστεί στην Εθνική Ελπίδων, έχω παίξει στη Μεσογειακή ομάδα και έχουμε κατακτήσει το Χρυσό μετάλλιο μέσα στη χώρα μας το 1991, κάτι το οποίο έχουν ξεχάσει πολλοί, και μετά από όλα αυτά με καλούν Εθνική Αντρών, της οποίας τα χρώματα φοράω έως το 1992.
Το 1994 παίρνω τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό, το 1996 πάω στη Σεβίλλη επιστρέφω στον ΟΦΗ, αλλά δεν ξανακλήθηκα ποτέ στην Εθνική Αντρών. Να το δεχτώ, εάν υπήρχαν καλύτεροι παίκτες από εμένα, αλλά αυτό ήταν; Δεν μπορώ να το καταλάβω και να το εξηγήσω, η πορεία μου ήταν ανοδική, οπότε είναι ανεξήγητο. Βέβαια, ο Ιεροκλής Στολτίδης δεν έχει παίξει ποτέ στην Εθνική Αντρών, οπότε κάτι τέτοια σκέφτομαι και παρηγορούμαι.
Έπρεπε να μείνω στον Ολυμπιακό, να κατακτήσω Πρωταθλήματα, να μείνω στη Σεβίλλη, να κάνω μια ακόμα μεγαλύτερη μεταγραφή, ίσως και σε άλλη ισπανική ομάδα. Σκέφτηκα ανώριμα, ίσως και επιπόλαια. Αλλά και πάλι είμαι περήφανος που κατάφερα και έκανα όσα έκανα.
Αντίστοιχα, συμβουλεύω τους γιους μου να αγαπούν αυτό που κάνουν, να το υπηρετούν και να δουλεύουν πάρα πολύ γι’ αυτό. Και φυσικά να κάνουν καλή ζωή, γιατί, αν δεν κάνεις καλή ζωή, θα έχεις πρόβλημα, δεν θα μπορέσεις να αντεπεξέλθεις σε όποιον τομέα και αν είσαι.
Κι όσον αφορά σε μένα, μου λείπει το ποδόσφαιρο, στενοχωριέμαι πάρα πολύ που δεν παίζω πια, καμιά φορά πάμε για 5×5, αλλά μου λείπουν τα ταξίδια και όλη αυτή η όμορφη ζωή που έκανα παλιά ως ποδοσφαιριστής.