Ο Νίκος Νιόπλιας περιγράφει την ποδοσφαιρική του ζωή, από τα χρόνια της εφηβείας και της έλευσης του στο Ηράκλειο, τον Γκέραρντ, την καθιέρωση του στον ΟΦΗ και τις τρεις δεκαετίες της θριαμβευτικής του παρουσίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τα παιδικά μου χρόνια στη Γαλατινή, ένα χωριό έξω από την Κοζάνη, ήταν ανέμελα, όπως ήταν για όλα τα παιδιά της ηλικίας μου εκείνα τα χρόνια στην ελληνική επαρχία.
Ποδόσφαιρο από το πρωί μέχρι το βράδυ σε γήπεδα, σε αλάνες, στο προαύλιο του σχολείου. Όπου βρίσκαμε λίγο χώρο, στήναμε δύο πέτρες και παίζαμε μονότερμα.
Υπήρχαν πολλοί και καλοί παίκτες στην τοπική ομάδα, αλλά οι περισσότεροι δεν ήθελαν να φύγουν από τον τόπο μας και να δοκιμάσουν να κάνουν καριέρα, καθώς η περιοχή μας είχε παράδοση στο εμπόριο γούνας που εκείνα τα χρόνια σού έδινε ένα γενναίο εισόδημα.
Με την τοπική ομάδα, και πριν ακόμη τελειώσω το σχολείο, έπαιξα στο τοπικό Πρωτάθλημα της ΕΠΣ Κοζάνης και την επόμενη χρονιά στο περιφερειακό Πρωτάθλημα με αντιπάλους ομάδες άλλων νομών.
Η μεταγραφή στον ΟΦΗ έρχεται στο τέλος της Γ’ Λυκείου. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ήταν ήδη φοιτητής στην Κρήτη και έπαιζε στους ερασιτέχνες του ΟΦΗ. Εγώ πέρασα στα ΤΕΙ Δομικών στο Ηράκλειο, αν και τελικά δεν παρακολούθησα τη σχολή ποτέ. Μετά τις εξετάσεις λοιπόν, κατέβηκα για διακοπές και να τον δω.
Έτσι βρέθηκα στα καλοκαιρινά δοκιμαστικά του ΟΦΗ, πήγα καλά και κλείσαμε τη μεταγραφή.
Εγώ τότε ήμουν πρώτος σκόρερ του ομίλου της Δ’ Εθνικής με τη Γαλατινή, αλλά μιλάμε για μια εποχή, το 1983, χωρίς ίντερνετ, κινητά τηλέφωνα, μάνατζερς. Οι πληροφορίες για τον κάθε παίκτη κυκλοφορούσαν στόμα με στόμα, ενώ τα λεφτά της μεταγραφής και το συμβόλαιο πήγαν χέρι με χέρι στην πρώην ομάδα μου.
Η συγκατοίκηση με τον μεγαλύτερο αδελφό μου έκανε την αλλαγή περιβάλλοντος πιο ομαλή για μένα και σίγουρα πρόσφερε μια ασφάλεια και στους γονείς μας, οι οποίοι ήξεραν ότι θα είμαι μαζί με τον μεγάλο μου αδελφό.
Ο ερχομός του Γκέραρντ που άλλαξε τα δεδομένα
Τα δύο πρώτα χρόνια στον ΟΦΗ δεν ήταν καλά. Η ομάδα έπαιζε για τη σωτηρία της. Όλα άλλαξαν με την έλευση του Ευγένιου Γκέραρντ, την τρίτη χρονιά μου.
Ο Ολλανδός ήταν πρωτοποριακός για την εποχή του. Άλλαξε το στιλ της προπόνησης. Αρχίσαμε να δουλεύουμε διαφορετικά. Τρέχαμε πολύ μέσα στο γήπεδο και στην προετοιμασία και μέσα στη χρονιά, στις προπονήσεις. Για να έρθουν αποτελέσματα βέβαια, χρειάστηκε ένα μικρό διάστημα προσαρμογής.
Όλοι θυμόμαστε ότι ο Γκέραρντ μακροημέρευσε στον πάγκο, μένοντας 15 χρόνια, όμως η αρχή ήταν δύσκολη.
Τα πρώτα αποτελέσματα στο ξεκίνημα του Πρωταθλήματος δεν ήταν τα αναμενόμενα. Μετά όμως ήρθε μια νίκη, εντός έδρας επί της ΑΕΚ, η οποία γύρισε το κουμπί.
Από κει και μετά, αρχίσαμε σιγά-σιγά να ανεβαίνουμε. Σταμάτησε και η αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του Ολλανδού και στον β’ γύρο κάναμε πορεία πρωταθλητισμού. Τερματίσαμε τελικά στη δεύτερη θέση, πίσω από τον Πρωταθλητή Παναθηναϊκό.
Σίγουρα κανείς δεν περίμενε, όταν ήρθε ο Γκέραρντ στο ΟΦΗ, ούτε ότι θα μείνει τόσα χρόνια στον πάγκο, ούτε ότι θα αλλάξει τη μοίρα του ΟΦΗ, ούτε φυσικά ότι θα ζήσει σχεδόν όλη του τη ζωή, μέχρι τον θάνατό του, στην Κρήτη.
Αλλά τελικά τα πράγματα έγιναν έτσι. Ο ΟΦΗ, με τον Ολλανδό στο τιμόνι, άλλαξε ως ομάδα και ως νοοτροπία.
Άλλαξαν φυσικά και οι στόχοι. Πλέον ο σύλλογος είχε στόχο την έξοδο στην Ευρώπη κάθε χρονιά, ήθελε την καλύτερη δυνατή πορεία σε Πρωτάθλημα και Κύπελλο.
Ο Γκέραρντ ήταν ένας προπονητής εξαιρετικά ικανός στη διαχείριση του υλικού που είχε αλλά και στις αποφάσεις που έπαιρνε.
Το γεγονός μάλιστα ότι η διοίκηση τού είχε δώσει το ελεύθερο να παίρνει εν λευκώ αποφάσεις για το αγωνιστικό τμήμα έδινε σε εμάς μεγάλη σιγουριά, αυτοπεποίθηση.
Ξέραμε πως, ακόμα και μετά από μια περίοδο κάμψης ή κάποια κακά αποτελέσματα, δεν κινδύνευε η θέση του. Το Πρωτάθλημα τελείωνε τον Μάιο και ξέραμε ότι δύο μήνες μετά πάλι με τον Ολλανδό θα αρχίσουμε την επόμενη καλοκαιρινή προετοιμασία.
Ο κορμός παρέμενε πάντα ο ίδιος, με κάποιες μικρές προσθαφαιρέσεις. Ανά πενταετία, ο Γκέραρντ έκανε τον απολογισμό και ένα ξεσκαρτάτισμα του ρόστερ.
1985-1987, μια αξέχαστη διετία
Η σεζόν 1985-1986 είναι η καλύτερη χρονιά, με την κατάκτηση της δεύτερης θέσης.
Ναι, δεν ήταν η πρώτη φορά που το κάναμε, αλλά ήμασταν από την αρχή ως το τέλος της σεζόν στις πρώτες θέσεις.
Στο τέλος, ο τίτλος “παίζεται” ουσιαστικά σε ένα ματς στο Ολυμπιακό στάδιο με τον Παναθηναϊκό, στο οποίο χάσαμε. Δεν ήταν στόχος και αυτοσκοπός ο τίτλος, ίσως και γι’ αυτό, χωρίς να έχουμε άγχος, φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.
Ήμασταν πραγματικά πολύ δυνατή ομάδα. Ο Γιάννης Σαμαράς, ο Τσινός, ο Παπαβασιλείου, ο Περσίας και πολλοί πολλοί ακόμα. Πολλοί και καλοί παίκτες. Εγώ και ο Βλαστός ήμασταν οι μικρότεροι σε ηλικία.
Η επόμενη χρονιά είναι ακόμα καλύτερη. Ιστορική. Και αυτό, γιατί έφερε ένα τρόπαιο στο Ηράκλειο, το Κύπελλο Ελλάδος. Η δεύτερη θέση στο προηγούμενο Πρωτάθλημα μάς είχε καταξιώσει πλέον στα μάτια τον φιλάθλων. Ο ΟΦΗ είχε την αναγνώριση και την αποδοχή που του άξιζε.
Μετά την επιτυχία της Καστοριάς, να κατακτήσει το Κύπελλο λίγα χρόνια πριν, όλες οι επαρχιακές ομάδες πιστεύαμε ότι πλέον μπορούμε κι εμείς. Φτάσαμε λοιπόν στον Τελικό του Ολυμπιακού σταδίου με αντίπαλο τον πολύ δυνατό Ηρακλή , ο οποίος μεταξύ άλλων είχε Χατζηπαναγή, Παπαϊωάννου, Κωφίδη και Καραΐσκο.
Ήταν μια σεζόν που κάναμε μια εξίσου πολύ καλή πορεία με την προηγούμενη στο Πρωτάθλημα, είχαμε ήδη το ευρωπαϊκό εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA, αλλά, φτάνοντας στον Τελικό του Κυπέλλου, θέλαμε να το κατακτήσουμε. Και τα καταφέραμε.
Όλα αυτά τα χρυσά χρόνια του ΟΦΗ πετύχαμε πολλές και σπουδαίες νίκες απέναντι σε όλες τις μεγάλες ομάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Νίκες απέναντι στον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, νίκες που όμως ίσως έχουν ξεχαστεί με το πέρασμα των χρόνων από πολύ κόσμο.
Όσα χρόνια όμως κι αν περάσουν, ένα Κύπελλο μένει στην ιστορία. Δεν ξεχνιέται. Θυμάμαι ότι γυρίσαμε στο Ηράκλειο με το καράβι και χιλιάδες άνθρωποι μας περίμεναν στο λιμάνι. Ήταν μια μοναδική επιτυχία για την ομάδα που δεν είχε προηγούμενο.
Σε όλη αυτή τη μεγάλη πορεία, είχαμε τον κόσμο του ΟΦΗ δίπλα μας σε κάθε ματς. Θυμάμαι, από το ζέσταμα κιόλας, όταν βγαίναμε στον αγωνιστικό χώρο, το γήπεδο ήταν γεμάτο ασφυκτικά! Και φυσικά και στα εκτός έδρας παιχνίδια οι φίλαθλοι μάς ακολουθούσαν.
Ο ΟΦΗ είχε χτίσει πλέον το όνομά του και ήταν εύκολο πια να προσελκύσει καλούς παίκτες. Παίκτες που πίστευαν στο όραμα της ομάδας. Η επόμενη φουρνιά λοιπόν, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, έφερε παίκτες όπως ο Πουρσανίδης, ο Μαχλάς, ο Αλεξούδης, ο Νίκος Παπαδόπουλος, νέα παιδιά με ταλέντο και δίψα για διάκριση.
Η πρό(σ)κληση του Παναθηναϊκού
Το 1993, μετά από 10 χρόνια καριέρας στον ΟΦΗ, ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού.
Ήμουν 28 ετών. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν πολλές προτάσεις προς την ομάδα για να φύγω. Και ο Παναθηναϊκός με είχε ζητήσει αρκετές φορές.
Ο ΟΦΗ όμως δεν με έδινε, αλλά η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν ήθελα να φύγω νωρίτερα.
Περνούσα καλά στην ομάδα, μου άρεσε το Ηράκλειο και με ικανοποιούσε το γεγονός ότι είχαμε φτιάξει μια πολύ δυνατή ομάδα.
Από εκείνα τα χρόνια, ο ΟΦΗ δούλευε άκρως επαγγελματικά σε όλα τα επίπεδα, είχαμε δικό μας αθλητικό προπονητικό κέντρο και φυσικά η ομάδα ήταν δυνατή διοικητικά και οικονομικά.
Έφυγα πια, όταν θεώρησα ότι τα έζησα όλα. Ότι έκλεισα τον κύκλο μου. Αυτό που μου έλειπε ήταν ένα Πρωτάθλημα. Και ήθελα να το κατακτήσω.
Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολο, όπως είναι τώρα, να φύγεις στο εξωτερικό. Κάθε ομάδα είχε μόνο τρεις ξένους και όλοι έπαιρναν Αργεντινούς, Βραζιλιάνους, παίκτες από τη Λατινική Αμερική ή τα Βαλκάνια.
Η Ελλάδα δεν είχε το ειδικό βάρος στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, ώστε κάποια ξένη ομάδα να εμπιστευτεί Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Σκέφτομαι ότι, ως αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων, η οποία ήταν φιναλίστ στον Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988, και ταυτόχρονα μέλος της Εθνικής Ανδρών, αν τα ποδοσφαιρικά σύνορα ήταν τότε ανοικτά, όπως είναι σήμερα, ίσως η πορεία μου να ήταν διαφορετική. Εκείνα τα χρόνια όμως δεν ήταν εφικτό ούτε να πας να δοκιμαστείς…
Αν μπορούσα να ήμουν και πάλι νέος, θα το ήθελα, μόνο και μόνο για να ζήσω την εμπειρία του εξωτερικού. Μόνο γι’ αυτό, γιατί έχω τρέλα με το ξένο ποδόσφαιρο. Γιατί θα ήθελα να γνωρίσω, πέρα από το ποδόσφαιρο, άλλους πολιτισμούς, διαφορετικούς ανθρώπους, με άλλον τρόπο σκέψης.
Τρία χρόνια στον Παναθηναϊκό συνολικά, τα δύο πρώτα ήταν πολύ καλά. Έπαιξα όλα τα παιχνίδια.
Την τρίτη χρονιά τραυματίστηκα. Όποτε έπαιζα, πονούσα συνεχώς. Ωστόσο, είχα τη χαρά αυτή την τριετία να πανηγυρίσω δύο Πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, δύο Super Cup και να ζήσω την πορεία στο Champions League μέχρι τον ημιτελικό με τον Άγιαξ.
Εκείνος ο Παναθηναϊκός ήταν φοβερή ομάδα. Εκπληκτική παρέα Ελλήνων παικτών με μεγάλη ποιότητα, ήμασταν συμπαίκτες οι περισσότεροι και στην Εθνική ομάδα. Και μαζί μας τρεις ξένοι, ο Μπορέλι, ο Βαζέχα και ο Βάντσικ, οι οποίοι ήταν σαν Έλληνες!
Είναι δύσκολο να βρεις ομάδα με τόσο καλό κλίμα όσο εκείνος ο Παναθηναϊκός!
Το φινάλε μιας γεμάτης καριέρας
Έπαιξα ποδόσφαιρο μέχρι τα 39 μου. Εξάντλησα όλα τα περιθώρια και τα όρια. Το πέτυχα, γιατί ήμουν πολύ αφοσιωμένος σ’ αυτό που έκανα.
Μπορεί να είχα ένα χάρισμα στην τεχνική, να είχα ταλέντο στο ποδόσφαιρο, αλλά ήμουν ταυτόχρονα πολύ προσηλωμένος στον στόχο. Δεν επαναπαυόμουν. Προπόνηση, δουλειά, καλή φυσική κατάσταση, σωστή διατροφή. Το αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα.
Στα 37 μου χρόνια είχα αποφασίσει να σταματήσω.
Αλλά τότε ήρθε η πρόταση της Χαλκηδόνας, την οποία καθοδηγούσε διοικητικά η οικογένεια Σπανού. Την αποδέχθηκα και δεν το μετάνιωσα.
Δύο πολύ όμορφα χρόνια. Στο πρώτο κατακτήσαμε το Πρωτάθλημα στη Β’ Εθνική. Στο δεύτερο είχαμε μια πολύ καλή πορεία στην Α’ κατηγορία, στο τέλος της οποίας κυνηγήσαμε την έξοδό μας στην Ευρώπη.
Έφυγα τόσο γεμάτος από το ποδόσφαιρο που δεν θυμάμαι καν ποιο ήταν το τελευταίο μου παιχνίδι. Θυμάμαι μόνο ότι μετά πήγαμε με όλη την ομάδα για φαγητό, σε μια μικρή γιορτή προς τιμή μου, στην οποία μού χάρισαν ως ενθύμιο μια φανέλα.
Ό,τι μπορούσα να κάνω στο ποδόσφαιρο, το είχα κάνει. Έπαιξα με Εθνική Νέων και Ελπίδων σε Τελικό Ευρωπαϊκού. Έπαιξα σε ένα Μουντιάλ, πήρα Πρωταθλήματα, Κύπελλα.
Αποσύρθηκα λοιπόν με περισσότερες από 500 συμμετοχές, κάτι που ούτε μπορούσα να φανταστώ, όταν πήγα πιτσιρικάς 18 ετών στον ΟΦΗ! Είναι πολύ μεγάλο το νούμερο. Το όνομά μου δεύτερο στη σχετική λίστα των συμμετοχών, πίσω από τον Δομάζο, πάνω από τον Κούδα και τον Μαύρο. Τρία ονόματα-μεγαθήρια του ελληνικού ποδοσφαίρου και ανάμεσά τους εγώ.
Έκανα πολύ γεμάτες χρονιές. Γι’ αυτό και με πείραξε πολύ εκείνος ο τραυματισμός στον Παναθηναϊκό. Δεν είχα τραυματισμούς στην καριέρα μου, δεν είχα συνηθίσει να κάθομαι ανενεργός.
Ήταν ένας τραυματισμός που ήρθε από κούραση, από συνεχόμενες υποχρεώσεις με Παναθηναϊκό και Εθνική ομάδα. Δεν είχα προλάβει να ξεκουραστώ και το πλήρωσα. Γι’ αυτό και μετά γύρισα στον ΟΦΗ.
“Μιλώντας” στη μπάλα, σε γήπεδα-χωράφια
Πολλές φορές, ως προπονητής πια, λέω στους ποδοσφαιριστές μου «είστε τυχεροί που παίζετε σ’ αυτές τις συνθήκες, με τα γήπεδα να είναι πολύ καλύτερα από τότε που παίζαμε εμείς».
Παίξαμε σε ξερά, παίξαμε σε γήπεδα που με την πρώτη βροχή γίνονταν βούρκος, σε άλλα που, αν και χορτάρι, δεν μπορούσες να κάνεις κοντρόλ με τίποτα από τις πολλές λακκούβες.
Ήταν άλλο άθλημα τότε, άλλο ποδόσφαιρο. Έχουν αλλάξει οι κανονισμοί, οι τακτικές, το VAR, όλα. Κάθε μια-δύο σεζόν εμφανίζονται νέοι προπονητές που βάζουν συνεχώς και κάτι καινούργιο στο παιχνίδι.
Ξεχωριστή θέση στη μνήμη μου έχουν ασφαλώς τα γκολ που έχω πετύχει απέναντι στις λεγόμενες “μεγάλες” ομάδες, τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ. Ήταν γκολ ξεχωριστά για μένα, γιατί μέσα από αυτά έδειχνες την αξία σου. Χαιρόσουν να παίζεις αντίπαλος απέναντι σ’ αυτές τις ομάδες και χαιρόσουν ακόμα πιο πολύ, όταν πετύχαινες γκολ.
Αλλά τα γκολ που σίγουρα δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι σε ένα παιχνίδι του ΟΦΗ με αντίπαλο τον Άρη στο Χαριλάου. Πέτυχα δύο πολύ ωραία σε εκτέλεση γκολ, ένα με απευθείας εκτέλεση φάουλ κι ένα με σουτ.
Οι φίλαθλοι του Άρη με χειροκρότησαν, παρότι η ομάδα τους ήταν αντιμέτωπη με το φάσμα του υποβιβασμού, την ώρα που ο ΟΦΗ έπαιζε για την έξοδο στην Ευρώπη.
Πηγή: athletestories.gr