Ο Γιώργος Σαμαράς γράφει στο athletestories για το πως ξεκίνησε την ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, τα παιδικά του χρόνια στην Θέρισσο, τις Μικτές της ΕΠΣΗ και την μετακόμιση του στην Ολλανδία.
Πρώτη φορά σε ομάδα γράφτηκα, όταν ήμουν 10-11 χρόνων, στις ακαδημίες του ΟΦΗ.
Ήταν κάτι που το ήθελα πολύ, αλλά το… καθυστερούσε ο πατέρας μου, ο Γιάννης. Όχι γιατί δεν ήθελε να παίξω ποδόσφαιρο. Όταν το συζητήσαμε μετά από χρόνια, μού είπε (ακόμη και τώρα λέει, σε όποιον τον ρωτάει) ότι πρώτα ήθελε να αγαπήσω τον αθλητισμό και μετά να επιλέξω.
Είχα πάει τένις για περίπου δύο χρόνια. Μ’ άρεσε πολύ κι ακόμη μ’ αρέσει. Είχα πάει μπάσκετ, το οποίο επίσης μ’ αρέσει. Γενικά, από τα έξι μου χρόνια έκανα μια πλήρη περιπλάνηση σε αρκετά σπορ και, όταν έφτασα να πω ή ποδόσφαιρο ή τίποτα, πήγα στον ΟΦΗ.
Φυσικά κι έπαιζα ποδόσφαιρο ως τότε. Έπαιζα σε κάθε ευκαιρία. Στην πιλοτή του σπιτιού, τον δρόμο, την αλάνα, το προαύλιο του σχολείου, παντού, με τα παιδιά της γειτονιάς και τους συμμαθητές μου.
Κάποιος, με τα σημερινά δεδομένα, μπορεί να πει ότι ξεκίνησα κάπως… αργά. Στα 10 σου χρόνια όμως δεν είναι ότι οι άλλοι έχουν ήδη μάθει τα μυστικά της μπάλας κι εσύ όχι. Δεν είμαστε σε μια χώρα που, αν ξεκινήσεις νωρίτερα, ξέρεις πιο πολλά από κάποιον που αρχίζει αργότερα. Έτσι κι αλλιώς τα σπορ δεν είναι όπως το σχολείο. Και μιλάμε άλλωστε για μια εποχή που πολλά παιδιά άρχιζαν το ποδόσφαιρο όχι από έξι ή επτά ετών, όπως τώρα, αλλά λίγο πριν από το Γυμνάσιο.
Στον ΟΦΗ
Τα γκρουπ στην ομάδα ήταν χωρισμένα ηλικιακά. Υπήρχαν τρία τμήματα και μέσα στη χρονιά παίξαμε τους πρώτους μας φιλικούς αγώνες. Ήμασταν ένα γκρουπ παιδιών που δεν είχαμε ανταγωνισμό μεταξύ μας, παίζαμε για την ευχαρίστησή μας.
Δεν θα έλεγα ότι ξεχώριζα από τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι, ότι ξεχωρίζω, έπαιζα συνεχώς και παντού κι ένιωθα χαρούμενος, γιατί εκτός από την ομάδα συνέχισα να παίζω στη γειτονιά και το σχολείο με τους φίλους και τους συμμαθητές.
Και είτε έπαιζα συντεταγμένα, με τη φανέλα του ΟΦΗ, είτε στην αλάνα, ποτέ δεν ήμουν εκείνος που πήγαινε να περάσει τους αντιπάλους δέκα-δέκα και να βάλει γκολ. Μ’ άρεσε πάντα η συνεργασία και η ομαδικότητα. Η συνύπαρξη με τους συμπαίκτες μου.
Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό παιχνίδι. Πάντα υπάρχει μια βάση, είτε πας να παίξεις 5Χ5 και είσαι στην Α’ Δημοτικού είτε πας να παίξεις 11vs11 ως άντρας. Είναι το παιχνίδι τέτοιο, έχει κάποιες αρχές και η ομαδικότητα είναι μια απ’ αυτές.
Χρόνο με τον χρόνο έβλεπα τον εαυτό μου να εξελίσσεται, είναι φυσικό επακόλουθο αυτό. Και πάλι όμως δεν ήταν ότι ξεχώριζα τόσο πολύ από τους υπολοίπους, ίσα-ίσα που και ταλαιπωρήθηκα και δυσκολεύτηκα.
Μέσα σε ένα καλοκαίρι στην εφηβεία πήρα πάνω από 20 πόντους ύψος. Από το 1.64-1.65 ξεπέρασα το 1.85 κι είχα αρκετά προβλήματα με το σώμα μου. Δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστώ, να μπορώ να ελέγξω τα χέρια και τα πόδια μου, να έχω τη σωστή τεχνική. Μου πήρε πάνω από έξι μήνες να κουμαντάρω το σώμα μου, πέρα από τους έντονους πόνους στα πόδια και τους αστραγάλους. Ήταν μια περίοδος εκείνη που δεν το ευχαριστιόμουν καθόλου. Άσε που στην Ελλάδα υπάρχει και το «ψηλός είσαι εσύ, να πας να παίξεις μπάσκετ».
Ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα…
Όμως το ποδόσφαιρο είναι για όλους. Είτε είσαι ψηλός είτε κοντός, είτε έχεις μυϊκή μάζα είτε όχι, είτε έχεις δυνατά πόδια είτε αδύνατα σαν καλαμάκια, το ποδόσφαιρο είναι για όλους. Οι δύο μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές του κόσμου τα τελευταία 20 χρόνια έχουν εντελώς διαφορετικό σωματότυπο. Ο Ρονάλντο και ο Μέσι είναι το καλύτερο παράδειγμα.
Αυτά τα έξι χρόνια στον ΟΦΗ πέρασα κι από τα κλιμάκια των μικτών ομάδων των Ενώσεων. Ήμουν αρχικά στη μικτή του Δήμου Ηρακλείου, μετά για δύο χρόνια στη μικτή Παίδων της Ένωσης και στο τέλος μάλιστα παίξαμε και στην τελική φάση που έγινε στην Κατερίνη.
Σε όλα αυτά τα χρόνια στην Κρήτη ο Γιάννης δεν μου πέρασε ποτέ ότι κάνω κάτι ξεχωριστό ή ότι είμαι γιός του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην με αντιμετωπίζουν και οι υπόλοιποι διαφορετικά.
Μόνο στο Δημοτικό ίσως λίγο, μικρός βέβαια ακόμη, άκουγα από κάποιους το «ο γιος του Γιάννη» κι αυτό, επειδή είναι μια μικρή πόλη, μια μικρή κοινωνία και τον γνώριζαν όλοι. Τα επόμενα όμως χρόνια στο Αθλητικό Γυμνάσιο Ηρακλείου, το οποίο ήταν ένα σχολείο με λίγα παιδιά, επιλεγμένα από όλα τα αθλήματα, δεν αισθάνθηκα ποτέ κάτι παρόμοιο.
Η ευκαιρία της Ολλανδίας
Τα Χριστούγεννα του 1999, στα 14 μου χρόνια, πηγαίνουμε με τον πατέρα μου διακοπές για λίγες μέρες στο Άρνεμ της Ολλανδία για να δούμε τους φίλους και πρώην συμπαίκτες του στον ΟΦΗ, τον Νίκο Μαχλά και τον Κώστα Χανιωτάκη, οι οποίοι εκείνη την εποχή πρωταγωνιστούν στην ομάδα της πόλης, τη Βίτεσε. Μένουμε ένα δεκαήμερο και σ’ αυτό το διάστημα κάνω κάποιες προπονήσεις. Είμαι σε μια ηλικία που μπορώ να συγκρίνω πώς δουλεύουμε στην Ελλάδα και πώς δουλεύουν στο εξωτερικό. Οι διαφορές είναι όχι η μέρα με τη νύχτα αλλά δύο μέρες με δύο νύχτες!
Μετά από περίπου ενάμιση χρόνο, το καλοκαίρι του 2001, ένας φίλος του πατέρα μου που έμενε και εργαζόταν σε μια τοπική ομάδα στο Έμεν, περίπου 80 χιλιόμετρα από το Χέρενφεϊν, και γνώριζε ανθρώπους της ομάδας τού λέει «φέρε τον μικρό να το ξανακάνει, να ζήσει την εμπειρία, να τον δω κι εγώ». Πράγματι, όπως και στη Βίτεσε, δεν πάω για να μείνω, πάω για να δω. Πάω για την εμπειρία. Ο Γιάννης θέλει να με βάλει απλώς και μόνο σε μια διαδικασία να δω πώς είναι το ποδόσφαιρο στο εξωτερικό και πώς στην Ελλάδα. Τίποτα περισσότερο.
Αυτή τη φορά πήγα μόνος μου, έτσι κι αλλιώς το ταξίδι στο Χέρενφεϊν θα κρατούσε λίγες μέρες μόνο. Μετά το τέλος της πρώτης προπόνησης, πηγαίνω να καθίσω για λίγο σε μια αίθουσα στο γήπεδο, εκεί όπου οι ποδοσφαιριστές της πρώτης ομάδας συγκεντρώνονται πριν τα ματς και συναντούν τις οικογένειές τους μετά από αυτά.
Σε λίγη ώρα με πλησιάζει ο επικεφαλής σκάουτερ της Χέρενφεϊν. Κρατάει ένα μεγάλο φάκελο και το διαβατήριό μου. Μου λέει «θες να μείνεις;». Του απαντάω «ναι, έχω κανονίσει να μείνω ένα δεκαήμερο». Μου λέει «όχι, δεν κατάλαβες. Θέλεις να μείνεις με συμβόλαιο;». «Γιατί όχι; Ναι, μένω» ήταν η απάντησή μου.
Κάναμε εκεί μια πρώτη συζήτηση για περίπου ένα τέταρτο. Μετά παίρνω τηλέφωνο τον πατέρα μου. «Πώς πήγες πρώτη μέρα; Όλα καλά;», με ρώτησε. Του απάντησα καταφατικά και του είπα ότι μου ζήτησαν να μείνω. «Κι εσύ τι απάντησες;», με ρώτησε ο Γιάννης. «Ότι θα μείνω». «Γιώργο, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα», ήταν η απάντησή του. «Μα μου είπαν ότι θα μου δώσουν συμβόλαιο. Εγώ θέλω να μείνω», επέμεινα εγώ.
Επέμενα, γιατί έβλεπα ένα περιβάλλον το οποίο μπορούσες να περιγράψεις με μια λέξη: ποδόσφαιρο. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο. Ούτε παρέες, ούτε φίλους, ούτε βόλτες, ούτε σχολείο, ούτε καφέδες, ούτε σινεμάδες… τίποτα.
Ειλικρινά, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα ότι έχω την ευκαιρία να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ούτε πετούσα στα σύννεφα. Ήταν ένα πολύ αγνό συναίσθημα. Έκανα όμως για δεύτερη φορά τη σύγκριση με την Ελλάδα και σκεφτόμουν ότι, εφόσον έχω την ευκαιρία, θέλω να το ζήσω. Με γέμισε όλο το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα. Εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι και στα 14 μου, αν με ρωτούσαν «θες να μείνεις στο Άρνεμ;», και τότε «ναι» θα έλεγα!
Τις επόμενες μέρες ήρθε κι ο πατέρας μου στο Χέρενφεϊν, ώστε να προχωρήσουμε τα διαδικαστικά, εφόσον ήμουν ανήλικος. Η ομάδα έδινε συμβόλαιο τριών ετών, ήταν πάγια τακτική αυτό, η υπογραφή δηλαδή επαγγελματικού συμβολαίου για κάθε παιδί που ερχόταν από άλλη χώρα. Η ομάδα δεν είχε ξενώνες όπου έμενες εσώκλειστος. Σου έδινε την επιλογή είτε να είσαι σε διαμέρισμα με τους γονείς σου είτε να μένεις σε σπίτι κάποιας οικογένειας ως φιλοξενούμενος. Το δεύτερο σενάριο η μητέρα μου ούτε που ήθελε να το ακούσει! Ήταν εντελώς αρνητική στο να μεγαλώσω σε ένα ξένο σπίτι με μια ξένη οικογένεια, οπότε η επιλογή ήταν μια.
Αφού ολοκληρώσαμε τη διαδικασία, επέστρεψα στο Ηράκλειο και γύρισα Ολλανδία για μόνιμη εγκατάσταση πια τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου. Στην αρχή έμεινα για ένα μικρό διάστημα μόνος μου σε ξενοδοχείο, μέχρι να ετοιμαστεί το διαμέρισμά μας, όπου θα έμενα με τη μητέρα μου. Εκείνη ήταν που έζησε έναν πραγματικό Γολγοθά, ειδικά το πρώτο διάστημα, καθώς ήταν αναγκασμένη να πηγαινοέρχεται από την Ελλάδα στην Ολλανδία και πάλι πίσω. Λίγους μήνες πριν είχε γεννήσει την αδελφή μου, η οποία ακόμη δεν ήταν ούτε ενός έτους! Με εμένα στο Χέρενφεϊν και ένα μωρό στο Ηράκλειο, μόνο εύκολο δεν ήταν!
«Μorgen vroeg, hoe laat»?
Όχι βέβαια ότι και για μένα ήταν εύκολη η προσαρμογή. Κάθε άλλο. Κάποια πρωινά είχα έξτρα ατομική προπόνηση, έκανα μαθήματα ολλανδικών για να αρχίσω να καταλαβαίνω τη γλώσσα και μετά, μέσω ίντερνετ και σε συνεννόηση με τους καθηγητές μου, παρακολουθούσα τα μαθήματα της Γ’ Λυκείου στο σχολείο μου στο Ηράκλειο για να πάρω το απολυτήριο.
Πολύ δύσκολη γλώσσα τα Ολλανδικά και η αλήθεια είναι ότι ήμουν κι εγώ λίγο αρνητικός στο να τα μάθω! Στην αρχή, υπήρχε ένα παιδί στην ομάδα από την Αμερική, μέσω ανταλλαγής αθλητικών προγραμμάτων, ο Μπράιαν. Μιλούσαμε συνέχεια αγγλικά και είχα βρει την υγεία μου. Επειδή όμως αναγκαστικά έπρεπε να μπορώ να επικοινωνώ, με βοήθησε περισσότερο από τα μαθήματα η καθημερινή τριβή με τη γλώσσα.
Για παράδειγμα, μετά το φαγητό ο προπονητής μού έλεγε «morgen vroeg». Εγώ έλεγα τη φράση συνέχεια από μέσα μου για να την αποστηθίσω, μέχρι να πάω στα αποδυτήρια. Εκεί ρωτούσα τους συμπαίκτες μου τι σημαίνει αυτό. Μου έλεγαν «αύριο πρωί νωρίς». «Ναι, νωρίς, άρα μάλλον θα εννοεί ατομική. Αλλά τι ώρα;», σκεφτόμουν. Ανέβαινα πάλι επάνω στον προπονητή και του έλεγα «Morgen vroeg, hoe laat?», δηλαδή «αύριο πρωί τι ώρα;». Εντάξει, τους αριθμούς τούς είχα μάθει, «acht tot tien», «8 με 10», για παράδειγμα, ή «om negen», «στις 9».
Έτσι άρχισα σιγά-σιγά να μιλάω, να συνεννοούμαι και να καταλαβαίνω. Τουλάχιστον, όπου και να πήγαινα έξω, σε ένα εστιατόριο, καφέ, εμπορικό κέντρο, τράπεζα, οπουδήποτε, όλοι μιλούσαν αγγλικά. Αυτό με ανακούφιζε.
Το πρώτο τρίμηνο λοιπόν ήταν πολύ δύσκολο. Και δεν ήταν μόνο η γλώσσα. Ήταν, για παράδειγμα, και ο καιρός. Καμία σχέση με την Κρήτη. Τα μαγαζιά έκλειναν στις 5, τα εστιατόρια στις 9, από τις 4.30 το απόγευμα κιόλας νύχτωνε. Κυκλοφορούσα με ένα ποδήλατο, αυτό είναι το μέσο με το οποίο κινείται η πλειοψηφία του κόσμου εκεί, καθώς μιλάμε για μια πόλη 30.000 κατοίκων. Ήταν το πολύ 15-20 λεπτά για να πάω από το ξενοδοχείο στο γήπεδο και μετά πάλι πίσω. Όταν επέστρεφα λοιπόν, συνήθως κατά τις 7 το απόγευμα, ήταν ερημιά, όλα κλειστά!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια από τις πρώτες μέρες μου στο Χέρενφεϊν. Είναι Τετάρτη, μετά από ένα φιλικό παιχνίδι και μάλιστα είναι βραδιά Champions League. Φτάνω στο ξενοδοχείο λίγο μετά τις 9, κατεβαίνω στο εστιατόριο να φάω, αλλά είχε ήδη κλείσει. Στο δωμάτιο δεν είχα τίποτα. «Και τώρα τι τρώμε;», αναρωτήθηκα. Πήρα πάλι το ποδήλατο, βγήκα έξω και, αφού περιπλανήθηκα στους έρημους δρόμους, κατέληξα σε ένα βενζινάδικο που είχε και μίνι μάρκετ. Πήρα πατατάκια, κρουασάν, σοκολάτα, ό,τι συσκευασμένο υπήρχε για να ξεγελάσω την πείνα μου! Γύρισα γρήγορα στο ξενοδοχείο κι άνοιξα την τηλεόραση να δω τουλάχιστον ποδόσφαιρο. Άλλη απογοήτευση εδώ, γιατί κανένα κανάλι δεν έδειχνε κάποιο παιχνίδι. Έτσι κατέληξα να παρακολουθώ τα αποτελέσματα της βραδιάς, λεπτό προς λεπτό στο teletext!
Κάπου εκεί πιάνω τον εαυτό μου να λέει «μεγάλε, εδώ δεν είμαστε Ελλάδα, πρέπει να οργανωθείς λίγο καλύτερα και να προσαρμοστείς στην καθημερινότητα που έχεις εδώ».
Εξίσου δύσκολη ήταν και προσαρμογή μου στο ποδοσφαιρικό κομμάτι. Και αυτό, γιατί κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι το ποδόσφαιρο που μάθαινα τόσα χρόνια στην Ελλάδα σε σχέση με αυτό που έπαιζαν εδώ κι έπρεπε άμεσα να αφομοιώσω ήταν δύο πράγματα εντελώς διαφορετικά. Την πρώτη χρονιά έκανα τρεις φορές την εβδομάδα ατομική προπόνηση στο τεχνικό κομμάτι. Πράγματα που έκανα πρώτη φορά, όπως για παράδειγμα ασκήσεις με μπαλάκι του τένις. Έπιανα τον εαυτό μου να λέει «ωπ, τι είναι αυτά; Είμαι 16 ετών και δεν τα έχω κάνει ποτέ μου. Θα με βοηθήσουν όντως;». Και όλα αυτά, με τον χρόνο, έγιναν συνήθεια. Μικρά πράγματα, άγνωστα μέχρι τότε, τα οποία όμως με βοήθησαν πολύ να βελτιωθώ.
Επίσης, έδιναν πολύ μεγάλη βαρύτητα στην πάσα. Πρώτη επαφή και πάσα και ξανά πάλι το ίδιο. Πολλές ασκήσεις πάνω σ’ αυτό. Μάθαιναν δηλαδή ένα τελείως διαφορετικό ποδόσφαιρο από αυτό που μαθαίναμε εμείς εδώ. Στην Ολλανδία είναι όλα τακτοποιημένα σε κουτάκια: κάνουμε αυτό το σύστημα, κινούμαστε έτσι, αναπτυσσόμαστε στην επίθεση έτσι κλπ.
Επιπλέον, είναι σημαντικό ότι προτεραιότητα έχουν οι αρχές και η φιλοσοφία της ομάδας. Δεν είναι αυτοσκοπός το αποτέλεσμα. Πάνω απ’ όλα είναι το παιχνίδι και η εφαρμογή του πλάνου. Δεν το θυσιάζουν αυτό για τίποτα ούτε φυσικά για το αποτέλεσμα. Και αυτό είναι φιλοσοφία και στάση του συλλόγου από τις ακαδημίες μέχρι την πρώτη ομάδα. Παίζουν το ίδιο πράγμα, με τον ίδιον τρόπο, όποιος και να είναι ο αντίπαλος.
Το πλέον δύσκολο όμως απ’ όλα ήταν ότι από την πρώτη μέρα προσπαθούσαν να μου μάθουν μια θέση που δεν την ήθελα και δεν μ’ άρεσε. Ήθελαν να με κάνουν “9άρι”, να παίζω στο “κουτί”, με πλάτη στο αντίπαλο τέρμα, να είμαι το στήριγμα για το “ένα-δύο”, να “σπάω” μπάλες στα άκρα, να κινούμαι πάντα στο κέντρο της επίθεσης και να μη βγαίνω στα πλάγια καθόλου. Εμένα δεν μ’ άρεσε ποτέ αυτό. Μέχρι τότε, στις ακαδημίες του ΟΦΗ, παίζαμε 4-4-2 κι έπαιζα πίσω από την επίθεση.
Έκανα υπομονή όμως. Και δούλεψα. Το κρατούσα μέσα μου, μέχρι να βρω το σωστό τάιμινγκ αλλά και την εσωτερική δύναμη να το συζητήσω. Να τους πω «παιδιά, εσείς μπορεί να θέλετε να με κάνετε τέτοιον παίκτη, γιατί έτσι με βλέπετε, αλλά εγώ δεν είμαι αυτό». Για να μπορέσω όμως να αναπτύξω τη σκέψη και τα επιχειρήματά μου σε μια συζήτηση, έπρεπε τουλάχιστον να μπορώ να συνεννοηθώ.
Απ’ την άλλη πλευρά, αυτό που μου έδινε δύναμη και με έκανε να νιώθω καλά, εκτός φυσικά από το ποδόσφαιρο, ήταν οι άνθρωποι. Και δεν μιλάω μόνο για το προσωπικό της ομάδας αλλά και τον απλό κόσμο έξω, τους φιλάθλους που μας έβλεπαν και μας μιλούσαν.
13 μήνες σε fast forward!
Με όλες αυτές τις δυσκολίες ξεκίνησα την πρώτη μου χρονιά στην Κ17, μετά από τρεις μήνες πήγα στην Κ19 και στο τέλος της σεζόν ανέβηκα στη Β’ ομάδα. Τη δεύτερη χρονιά άρχισα στην Κ19 και ήμουν και στη Β’ ομάδα. Μετά από τρεις μήνες όμως βρέθηκα στην Α’ ομάδα!
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ήταν ένα εντός έδρας παιχνίδι με την Κ19 εναντίον της Φέγενορντ στο οποίο νικήσαμε τελικά με 4-3. Είναι όλο το τεχνικό σταφ της ομάδας εκεί και φυσικά και ο προπονητής της Α’ ομάδας, ο Ντε Χάαν. Κάθονται όλοι πολύ κοντά στην πλάγια γραμμή και είναι στιγμές που τους ακούω τι λένε, που καταλαβαίνω ότι μιλάνε για μένα. Είναι το παιχνίδι που ουσιαστικά μου άνοιξε την πόρτα της αντρικής ομάδας!
Το παιχνίδι αυτό είναι Σάββατο και την ερχόμενη Πέμπτη, μετά από λίγες μέρες δηλαδή, μου λένε «την τάδε ώρα να είσαι στο γήπεδο». Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι πάω για ατομική, αλλά καμία σχέση. Βρέθηκα να κάνω προπόνηση με το αντρικό! Στο τέλος μού λένε «έλα κι αύριο». Τελειώνει και η δεύτερη προπόνηση, της Παρασκευής, και ρωτάω «αύριο τι ώρα πάω στην Κ19;». Μου απάντησε ένας παίκτης μεγαλύτερος από μένα τρία χρόνια, ο Σαίντ Μπακάτι. Ήταν το δεξί μπακ της ομάδας, τώρα είναι βοηθός του Μορίς Στάιν στον Άγιαξ.
«Μικρέ, έκανες προπόνηση με την πρώτη ομάδα την Παρασκευή. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Όσοι προπονούνται Παρασκευή είναι αυτόματα στην αποστολή για το ματς της αγωνιστικής». Λέω «όντως; Μα πώς; Εγώ;». Δεν τον πίστεψα φυσικά. Και πήγαινα και ρωτούσα κι άλλους, γιατί νόμιζα ότι με κοροϊδεύει, ότι μου κάνει πλάκα. «Ναι, είσαι στην αποστολή», μου έλεγαν όλοι. Μου πήρε ώρα να πιστέψω ότι δεν είναι φάρσα. Και αυτό, γιατί όλα έγιναν όπως είπα, πολύ-πολύ γρήγορα.
Μέσα σε 13 μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 2001 ως τον Οκτώβρη του 2002, έφθασα από την Κ17 στην Α’ ομάδα!
Στη αρχή, όπως είναι φυσικό, δεν έπαιζα πολύ. Έμπαινα αλλαγή στα περισσότερα ματς κι έγραψα συνολικά περίπου 15 συμμετοχές σ’ αυτή την πρώτη σεζόν.
Για τη θέση μου όμως, γι’ αυτό που με απασχολούσε δηλαδή, δεν είχα ακόμη μιλήσει καθόλου με τον προπονητή ούτε με κάποιον άλλον στην ομάδα. Τι να πάω να τους πω, «ξέρετε, δεν θέλω να παίζω εκεί, θέλω εδώ»;. Με έτρωγε αυτό μέσα μου, αλλά ήταν ήδη πολύ σημαντικό για μένα ότι στα 17 μου ήμουν μέλος της Α’ ομάδας. Αυτό επισκίαζε τα πάντα.
Όπως πολύ σημαντικό ήταν επίσης και ότι η πρώτη μου ουσιαστικά επαγγελματική σεζόν ήταν γεμάτη από ματς, περίπου 70-80 συνολικά! Τα Σαββατοκύριακα ήμουν με την Α’ ομάδα, τις Δευτέρες έπαιζα με τη Β’ και τις Τετάρτες με την Κ19. Με τις δύο τελευταίες μάλιστα, τη Β’ και την Κ19, κατακτήσαμε το Πρωτάθλημα!
Κι ήρθε η στιγμή που στο ημίχρονο ενός εντός έδρας παιχνιδιού του αντρικού θα γινόταν και το standing ovation, ο γύρος του θριάμβου, για τις άλλες δύο ομάδες. Κι εγώ βρέθηκα ταυτόχρονα να κάνω ζέσταμα στον αγωνιστικό χώρο, γιατί ήμουν στην αποστολή, να τρέχω μέχρι το πέταλο με τη Β’ ομάδα που πανηγύριζε μπροστά στον κόσμο, μετά να πηγαίνω στους άλλους συμπαίκτες μου στην Κ19 που κι αυτοί είχαν βγει στο χορτάρι για το χειροκρότημα των φιλάθλων της Χέρενφεϊν και στο τέλος να πρέπει να προλάβω να είμαι και στις αναμνηστικές φωτογραφίες τόσο της Β’ ομάδας όσο και της Κ19!
Η τρίτη μου σεζόν στην Χέρενφεϊν και δεύτερη στο αντρικό ήταν η τελευταία με τον Ντε Χάαν προπονητή. Παίζω πολλά παιχνίδια, περίπου 30, και ο προπονητής με χρησιμοποιεί σε πολλές θέσεις. Λίγο απ’ όλα. Και ως “9άρι” (εξακολουθώ να μην το θέλω) αλλά και στα πλάγια (περισσότερο στα δεξιά και λιγότερο στα αριστερά). Ουσιαστικά με δοκιμάζουν σε αρκετές θέσεις, μου δίνουν αγωνιστικές εμπειρίες και χρόνο συμμετοχής. Και βλέπουν σιγά-σιγά ότι δεν είμαι σέντερ φορ, όπως το έχουν στο μυαλό τους, ούτε και μπορώ να γίνω.
Ή τώρα ή ποτέ!
Το επόμενο καλοκαίρι προπονητής έρχεται ο Φέρμπεεκ και η ομάδα προχωρά σε ανανέωση. Αποκτά αρκετούς παίκτες, ανάμεσά τους και τον Χούντελααρ. Ένας κλασικός σέντερ φορ, κλασικό “9άρι”, παίκτης περιοχής, με τελειώματα από άλλον πλανήτη!
Καινούργιος προπονητής, καινούργια ομάδα. Ο Φέρμπεεκ δεν με ξέρει. Στο πλάνο του με έχει για αναπληρωματικό σέντερ φορ. Αυτό δείχνει στις πρώτες πέντε-έξι αγωνιστικές. Κάπου εκεί αποφασίζω να του μιλήσω. Είμαι πια 18 ετών, σε μια ηλικία που στην Ολλανδία θεωρείσαι έτοιμος ποδοσφαιριστής. Πρέπει να ξέρεις πού βαδίζεις. Σκοπεύω λοιπόν να ξεκαθαρίσω τι θέλει από μένα ως ποδοσφαιριστή.
Κάνουμε μια συζήτηση και πράγματι μου λέει ότι με υπολογίζει ως “9άρι”. Του απάντησα ξεκάθαρα ότι δεν είμαι κάτι τέτοιο. «Από τη στιγμή που με βλέπεις μόνο ως backup του Χούντελααρ, είναι καλύτερο να φύγω τον Ιανουάριο, να πάω σε μια άλλη ομάδα», είπα.
Κάπου εκεί επενέβη η ομάδα. Για τη Χέρενφεϊν ήμουν ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, όπως άλλωστε ήταν και ο Χούντελααρ. Καθώς δεν υπήρχαν Τεχνικοί Διευθυντές εκείνα τα χρόνια, έγινε κατευθείαν η επαφή της διοίκησης με τον προπονητή για να βρεθεί η λύση. Το πώς θα αξιοποιήσουν δύο ταλέντα της ομάδας ώστε να παίζουν μαζί.
Έτσι, το κλασικό ολλανδικό 4-3-3 με τους ακραίους να πατάνε την πλάγια γραμμή έγινε ένα πιο ελεύθερο σύστημα. Εγώ θα έπαιζα στα αριστερά, έχοντας όμως την άνεση να μην κινούμαι στη γραμμή αλλά σε περισσότερους χώρους της επίθεσης της ομάδας. Η απόφαση αυτή δικαίωσε τους πάντες. Το πρώτο ματς που παίξαμε με αυτόν τον τρόπο είναι απέναντι στη Ρόζενταλ. Κερδίζουμε 7-1, τρία γκολ ο Χούντελααρ και τρία εγώ.
Γιώργος Σαμαράς και Κλας Γιαν Χούντελααρ, ένα εκρηκτικό δίδυμο για τη Χέρενφεϊν / Photo by: SC Heerenveen.
Μπορεί σε κάποιους να ακούγεται… παράξενο όλο αυτό, αλλά και αργότερα στη Σέλτικ, 26 χρόνων πια, στην οποία αρχικά ήθελαν να παίζω πίσω από τον επιθετικό, σε μια συζήτηση με τον προπονητή μου τότε του είχα πει «αν θέλεις το καλύτερο από μένα, βάλε με να παίζω αριστερά. Βάλε με και θα δεις!». Αυτή ήταν η θέση μου, εκεί απέδιδα καλύτερα, εκεί έπαιξα και σε όλη μου την καριέρα στην Εθνική ομάδα.
Όταν λοιπόν βρήκα πια τη θέση μου στη Χέρενφεϊν, όλα πήραν τον δρόμο τους. Ένιωσα πλέον ότι είμαι 100% σε ένα περιβάλλον που με αγαπάνε, με σέβονται και το ίδιο ανταποδίδω κι εγώ. Που παίζω στη θέση που μ’ αρέσει (γιατί πάντα μ’ άρεσε να βλέπω το τέρμα και όχι να το έχω πλάτη) και που δουλεύω πάνω σ’ αυτή για να γίνω ακόμα καλύτερος.
Με το χέρι στην καρδιά, ποτέ δεν το χώνεψα αυτό το “9άρι με πλάτη”. Οκ, έμαθα τις κινήσεις και την τακτική της θέσης, αλλά δεν το ήθελα, δεν μ’ άρεσε, γιατί θέλω να βλέπω την αντίπαλη εστία και τους αμυντικούς.
Η αρμονική συνύπαρξή μου με τον Χούντελααρ κράτησε ουσιαστικά μόλις ενάμιση χρόνο. Οι προτάσεις ήταν πολλές και τον Ιανουάριο του 2006 η Χέρενφεϊν μάς πούλησε ταυτόχρονα, εκείνον στον Άγιαξ, εμένα στη Μάντσεστερ Σίτι.
Η ευκαιρία που πάντα έρχεται…
Η Χέρενφεϊν ήταν μια ομάδα πολύ αυστηρή σε θέματα πειθαρχίας και κανονισμών. Ειδικά στην Κ19 ή τη Β’ ομάδα έπρεπε όλοι να φοράμε υποχρεωτικά μαύρα ποδοσφαιρικά παπούτσια, η μπλούζα απαγορευόταν να είναι έξω από το σορτσάκι, η κάλτσα δεν έπρεπε να είναι πάνω από το γόνατο και φυσικά όλοι έπρεπε να έχουν κοντά μαλλιά! Ευτυχώς κι εγώ τότε ήμουν με κοντό μαλλί!
Από ένα σημείο και μετά όμως άρχισα να νιώθω και να εισπράττω ότι είμαι ένα από τα αγαπημένα παιδιά του κλαμπ. Το έβλεπα από τη συμπεριφορά όλων απέναντί μου, η οποία ξεκινούσε από τον Πρόεδρο, έναν εκπληκτικό άνθρωπο, ο οποίος με συμπαθούσε πολύ. Κι εγώ το ίδιο φυσικά.
Έπαιξα λοιπόν και με γκρι παπούτσια (κι όχι με μαύρα), άφησα και λίγο πιο μακρύ το μαλλί! Θυμάμαι ότι πήγαν σε έναν συμπαίκτη μου στην Α’ ομάδα και του είπαν να κουρευτεί. «Εσένα γιατί δεν στο είπαν;» με ρώτησε. Ήξερα γιατί, ήταν αυτή η αγάπη της ομάδας προς εμένα. Έχοντας βγει και από τις ακαδημίες τους, ήμουν πια “ένα δικό τους παιδί”.
Όλη αυτή η εμπειρία στην Ολλανδία μόνο θετικά πράγματα μού άφησε. Μου έδωσε εφόδια όχι μόνο αθλητικά αλλά και σε επίπεδο προσωπικότητας, χαρακτήρα.
Βρήκα γρήγορα μόνος μου τον δρόμο μου. Ωρίμασα επίσης πολύ γρήγορα, σε τέτοιον βαθμό ώστε μέσα σε λίγους μήνες, από τον Σεπτέμβρη που έφυγα μέχρι τα πρώτα Χριστούγεννα που ήρθα για γιορτές, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να συνυπάρξω με ανθρώπους με τους οποίους, όταν έμενα ακόμη Ελλάδα, ήμουν κάθε μέρα μαζί. Πλέον σκεφτόμουν διαφορετικά, είπα μέσα μου ότι δεν μου κάνει αυτός ο τρόπος ζωής.
Το ίδιο και στο ποδοσφαιρικό κομμάτι. Μου έμαθαν πράγματα που δεν θα είχα μάθει εδώ. Δεν ξέρω αν είμαι ο πρώτος ή πριν από μένα είχαν φύγει κάποια παιδιά με αυτόν τον τρόπο, σίγουρα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που δοκιμάζουν την τύχη τους σε ομάδες του εξωτερικού σε μικρή ηλικία.
Είναι αναμενόμενο αυτό. Τα ποδοσφαιρικά σύνορα έχουν ανοίξει, το scouting έχει εξελιχθεί, οι ομάδες έχουν ολόκληρα επιτελεία ανίχνευσης ταλέντων, τα social media έχουν συμβάλει, το Youtube επίσης, υπάρχει το WyScout αλλά και άλλες πλατφόρμες και εργαλεία για να σε μάθουν, ακόμα κι αν είσαι στην άκρη του κόσμου.
Και η προπονητική έχει αλλάξει, γίνονται σεμινάρια, ακόμα και από διαδίκτυο, βλέπεις βίντεο, έχεις εικόνες. Παλιά ένας προπονητής ακαδημίας έπρεπε να ψάξει να αγοράσει βιντεοκασέτες από το εξωτερικό ή να παραγγείλει ένα βιβλίο. Τώρα βρίσκεις ασκήσεις και προπονήσεις στο ίντερνετ, βλέπεις κάτι και το βάζεις αμέσως στην προπόνησή σου. Έχεις τα εργαλεία.
Η διαφορά τού τότε με το τώρα είναι τεράστια. Στην εποχή μου δεν υπήρχαν όλα αυτά και γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ νιώθω πολύ τυχερός που τα έζησα.
Το παν είναι η προσαρμογή και η μάθηση. Μέχρι τα 16 σου αξίζει να φύγεις στο εξωτερικό, ώστε να αφομοιώσεις τη νοοτροπία, να μάθεις το ποδόσφαιρό τους. Γιατί μετά, στα 17 και τα 18, πας πλέον μόνο για την Α’ ομάδα. Και ο σύλλογος του εξωτερικού θα σου δώσει την ευκαιρία.
Είμαι γεννημένος το 1985 και θυμάμαι τα λόγια του νονού μου, του Γρηγόρη Τσινού, ο οποίος, πριν παίξει στον Παναθηναϊκό και τον ΟΦΗ, είχε περάσει από τη Ρόντα, έχει θητεύσει δηλαδή στην Ολλανδία. Ξέροντας λοιπόν τη νοοτροπία, μου έλεγε «Τσακαλάκο, δες! Ο τάδε είναι γεννημένος το 1984 και παίζει ήδη στην αντρική ομάδα. Είσαι ο επόμενος, έρχεται η σειρά σου. Θα την πάρεις την ευκαιρία σου».
Αργά ή γρήγορα στο εξωτερικό θα την πάρεις την ευκαιρία σου! Στο χέρι σου είναι να την αρπάξεις!