Σήμερα κλείνουν τριάντα έξι χρόνια απ’ τη μέρα που ο Νίκος Ξυλούρης πέρασε με τη λύρα του στη γειτονιά των αθανάτων. Ήταν μόλις 44 ετών όταν έχασε τη μάχη του με τον καρκίνο.
“Όταν γνώρισα το καλοκαίρι του 1970 το Νίκο Ξυλούρη η ζωή μου άλλαξε. Ερχόταν αρχαγγελικός, αγνός, αθώος απ’ τη χώρα του Μύθου. Περνούσε μέσα από τις “σκονισμένες” ιδέες μας, μέσα στη λασπωμένη διανόηση μας και ένιωθες πως περνούσε ένα αεράκι παραδείσιο. Ο Ξυλούρης ερχόταν από τις πανηγύρεις της κρητικής παράδοσης, ως ένας άγγελος-μαντατοφόρος ενός άλλου τρόπου ζωής. Ο Ξυλούρης πριν από λυράρης, πριν από τραγουδιστής ήταν ένας αυθεντικός άνθρωπος” γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για τον καλλιτέχνη που γεφύρωσε την ελληνική μουσική παράδοση με την ιστορική συγκυρία της εποχής που μεσουράνησε, μιας εποχής που τον ανέδειξε σε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα μετά τη συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο σε διασκευές παραδοσιακών ριζίτικων τραγουδιών της γενέτειρας του, Κρήτης.
Αυθεντικός εκφραστής μιας πονεμένης γενιάς, ο Νίκος Ξυλούρης συνεργάστηκε με μεγάλους μουσουργούς και η συμμετοχή του στη θεατρική παράσταση Το Μεγάλο Μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη πλάι στους Τζένη Καρέζη και Κώστα Καζάκοθεωρείται πολιτιστική, πολιτικοποιημένη κληρονομιά για τη μεταπολίτευση.
Ο Νίκος Ξυλούρης πάλευε. Για την αναγνώριση της παραδοσιακής μουσικής, για την ελευθερία στην ψυχή του Έλληνα, για να ανοίξει το δρόμο σε γενιές δημιουργών που γεμίζουν τα στάδια τραγουδώντας για τον άντρα που πέθανε σαν σήμερα, στις 8 Φεβρουαρίου του 1980 κληροδοτώντας μας συγκινήσεις και αλήθειες.
Σαν μικρό φόρο τιμής αναδημοσιεύουμε από την εξαιρετική μουσική ιστοσελίδα Όγδοο τη συνέντευξη του στη Λιάνα Κανέλλη, για το περιοδικό Επίκαιρα, το 1976.
Ένα Λυράρης Μετράει Τ’ Άστρα
“Δεν μέτρησα τις γρατσουνιές απ’ τ’ αγκάθια στο πρόσωπο του Ξυλούρη. Το σίγουρο είναι πως δεν έχει την ανέμελη φυσιογνωμία πολλών συναδέλφων του. Πρόσωπο σκαμμένο, μάτια σκεφτικά, που δυσκολεύεται να τα γυροφέρει πίσω στην πραγματικότητα από κάποια μακρινή σκέψη.
Ό Νίκος Ξυλούρης δεν είναι αστέρας. Δεν ξέρει καν να «πλασάρεται» μπροστά στο φακό ή σ’ ένα μάτι που τον ψάχνει εξεταστικά. Μετρημένος στις κινήσεις κι απίστευτα λιγόλογος, στην αρχή νόμισα πως ήταν απλώς συγκροτημένος. Μετά από ώρες κουβέντας ήταν ο ίδιος. Άνοιξε την καρδιά του, είπε πολλά παράπονά του, κι ωστόσο έμεινε εξωτερικά ατάραχος και λίγο αμήχανος.
Συναντηθήκαμε στο στούντιο. Ηχογραφούσε ξανά ένα τραγούδι με τον Λεοντή, γιατί πίστευε πως δεν τόχε πει καλά στο δίσκο. Πίσω απ’ το χοντρό απομονωμένο τζάμι με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά έλεγε και ξανάλεγε «… του προδότη… ζητώ την τιμωρία…». Ο ηχολήπτης έκλεισε μέσα σ’ ένα μικρό σχόλιο τη μισή ζωή κι όλο το χαρακτήρα τού τραγουδιστή. «Είναι Κρητίκαρος τούτος εδώ. Δεν μπορεί να πειθαρχήσει τη φωνή του. Αλλιώς θά ’χαμε κιόλας τελειώσει!».
Ανταλλάξαμε μόνο λίγες κουβέντες σ’ ένα δυο διαλείμματα. Στεναχωριόταν πού μ’ ανάγκαζε να τον περιμένω. Και με ρώταγε συχνά…
«Θα τα πούμε όλα; Και για το ραδιόφωνο, και για την τηλεόραση; Όλα;».
Τον διαβεβαίωσα κι ησύχασε. Μάλλον ξαλάφρωσε σαν νά ’θελε να τα πει από καιρό. Κάποια στιγμή φύγαμε. Έπρεπε, κάπου να βρεθούμε και να μιλήσουμε. Και παράξενο. Καταλήξαμε σ’ ένα κοσμικό ζαχαροπλαστείο, με κοσμοπολίτικη στέρεο μουσική που έγινε τελικά και το «πλαίυ μπακ» της μαγνητοφωνημένης κουβέντας μας.
Ό Νίκος ό Ξυλούρης, έφαγε φιλέτο, ήπιε καπουτσίνο, κάπνιζε εγγλέζικα τσιγάρα κι εγώ έψαχνα σ’ όλες τούτες τις λεπτομέρειες να βρω τι δεν… κολλάει.
Σ’ αρέσει η ζωή της πρωτεύουσας Νίκο;
-Όχι, όχι καθόλου, αλλά είμαι ευχαριστημένος από άλλα πράγματα.
Επαγγελματικά;
-Ναι. Αλλά περισσότερο απ’ την αγάπη που μού ’χει ο κόσμος. Αυτό με συγκινεί πολύ. Δεν ήρθα για να κάτσω εδώ. Έτσι για να τραγουδήσω σ’ ένα μαγαζί. Και να μην ερχόμουνα εδώ το πράγμα θα γινόταν έτσι.
Τι δεν σ’ αρέσει σε τούτη την πολιτεία;
-Με πνίγει. Γενικά η πόλη με πνίγει. Στην Κρήτη ήμουνα κοντά στη φύση. Μ’ όλο που ζούσα στο Ηράκλειο ήταν εύκολο να πας στο χωριό, να καθίσεις.
Στην πορεία της κουβέντας βρήκα το κλειδί της ζωής και των αντιφάσεων τού καλλιτέχνη και του ανθρώπου που λέγεται Ξυλούρης. Η ζωή του, η διήγησή του χωρίζεται στα δυο κάθε τόσο με μια έκφραση: «Ναι, και πριν έρθω εδώ και μετά». Ορόσημο, ο ερχομός του στην Αθήνα. Κι ο ίδιος δεν θέλει να το παραδεχτεί. Όχι τόσο επαγγελματικό όσο ουσιαστικό. Προσαρμόστηκε σαν ρομπότ. Άφησε το καφενείο και τα πρόβατα του πατέρα, «τα περβολάκια, τ’ αμπελάκια» τους, έξη αδέρφια και μια μάνα που θα δουλεύει ως την τελευταία της πνοή, γιατί αλλιώς «θα σκάσει», για να γίνει λυράρης. Τραγούδησε σε όλο το νησί. Δεν τόχε όνειρο από μικρός να γίνει τραγουδιστής.
-Πρωτόπιασα λύρα στα 12 και στα 15 έκανα κιόλας διασκεδάσεις. Μετά έπεσα στο επάγγελμα. Τώρα είμαι πολύ επαγγελματίας. Μ’ αρέσει η δουλειά. Δεν ήμουνα όμως έτσι. Ήμουνα άνθρωπος όπως ερχότανε, ό,τι ερχότανε.
Και έτσι είμαστε όλοι οι Κρητικοί.
Είσαι βεντέττα;
-Όοοχι! Δεν αισθάνομαι έτσι. Είναι πολύ αστείο ν’ ακούς κάποιον να τον λένε βεντέττα.
Γελάει πολύ. Ένα γέλιο πηγαίο και στριμωγμένο στην αμηχανία του. Τά ’χασε με τη λέξη, σαν να μην την είχε ξανακούσει ποτέ για τον εαυτό του.
-…Ξέρεις, είμαστε τρία αδέρφια, τραγουδιστές και μουσικοί. Είμαστε πολύ αγαπημένα αδέρφια. Μερικοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να μας κάνουν κακό. Δεν βαριέσαι όμως, είμαστε καλή οικογένεια και αγαπιόμαστε.
Βαδίζοντας πάνω στον τρόπο που ο ίδιος βλέπει τη ζωή του, χωρισμένη στο πριν την Αθήνα και μετά, τον ρωτάω λίγο δύσπιστα.
Έχεις διατηρήσει τις φιλίες σου;
-Όλες. Άμα είναι ο φίλος καλός. Και καλός να μην είναι, τον κάνω εγώ.
Τα πιο πολλά στην καριέρα σου σε ποιόν τα οφείλεις;
-Κι ο Μαρκόπουλος κι ο Ξαρχάκος με βοήθησαν πολύ. Όμως εμένα γενικά δεν με πήρανε να με κάνουνε τραγουδιστή. Να μου δώσουνε σουξέ. Ήμουνα. Με αξιοποιήσαμε. Μου κάνανε καλό, αλλά νομίζω ότι κι εγώ έχω προσφέρει. Όλα μπορώ να τα τραγουδήσω. Στην Κρήτη, όταν χρειαζόταν στη δουλειά μου, έλεγα και ξένα ακόμα τραγούδια.
Πες μου, απ’ τη δουλειά σου κερδίζεις πολλά;
-Όχι, δεν κερδίζω. Απλώς περνάω. Γιατί όσο πιο πολλά βγάζεις τόσο πιο πολλά ξοδεύεις. Πάντως δεν λέω ότι υστερούμαι. Περνάω πάρα πολύ καλά. Μέχρι στιγμής, μπορεί να σου φανεί και παράξενο, κάνω πολλά χρόνια τον τραγουδιστή, δεν έχω κάνει τίποτα που να μπορώ να πω: Αυτό τόκαμα με τη δουλειά μου. Δεν μένει τίποτα. Δεν βγάζω τόσα. Μη νομίζεις πως μου δίνεται κι η ευκαιρία. Ας νομίζει ο κόσμος. Να σου πω ένα πράμα.
(Σε αυτή του την τελευταία φράση άκουσα και το πρώτο χαρακτηριστικό κρητικό τόνισμα της φωνής). Μερικοί από μας που δεν είχαμε και διαφήμιση είμαστε καταδικασμένοι. Κι από εταιρία κι απ’ το κέντρο κι απ’ το κράτος.
Μα μέσα στα εφτάχρονα της σκοτεινιάς, τραγούδησες για ξαστεριά. Πολύ κουβέντα για λευτεριά, για λεβεντιά.
-Έχεις δίκιο, μα δεν είναι μονάχα πολιτικοί οι λόγοι. Τώρα το τραγούδι είναι σε καλή κατάσταση. Καλοί συνθέτες, καλές δουλειές. Πάψανε να κάνουνε τραγουδάκια, να μπαίνουνε μέσα, σουξέ που λένε. Κι εμένα δεν μ αρέσει να κάνω ένα τραγούδι για να γίνει επιτυχία.
Προτιμάς το τραγούδι με μηνύματα;
-Αναλόγως, τα μηνύματα.
Τα τραγούδια παντιέρα, λοιπόν. Τα επαναστατικά;
-Πρώτα πρώτα αυτά που έχουνε καλό στίχο. Και τα ερωτικά τραγούδια έχουνε μηνύματα. Κι ο «Ερωτόκριτος» έχει τόσο πολλά κι είναι τραγούδι αγάπης. ‘Έτσι είμαι. Μια ρίζα. Ένα τραγούδι ρίζα. Σαν την «ξαστεριά». Οπόταν κι αν το πω, το ίδιο αποτέλεσμα φέρνει.
Ο Ξυλούρης ήταν μια ρίζα, σκέφτηκα. Μια ρίζα όμως κλεισμένη σε θερμοκήπιο. Τόχει δεχτεί λιγάκι μοιρολατρικά. Σαν νάταν ένας συμβιβασμός που έγινε χωρίς πολλή σκέψη. Σαν νάταν ο μόνος που θα του επέτρεπε να ζήσει σαν τραγουδιστής. Είναι αυθόρμητος ο Ξυλούρης. Σε όλα του. Σεμνός και περήφανος. Φιλόδοξος και μοιρολάτρης. Αντιφατικός και ήπιος. Παράξενος στο βάθος.
Σου άλλαξαν τα λεφτά το χαρακτήρα;
-Τα μισώ τα χρήματα. Μα το Θεό δεν βαστώ ποτέ μου. Όχι πως θέλω να το πω, αλλά σ’ ορκίζομαι σε ό,τι ιερό έχω. Όλο τον καιρό που δουλεύω εδώ, ο κόσμος με βλέπει ό,τι ώρα θέλει. Βλέπεις, δεν τραγουδάω πουθενά για τα 30 χιλιάρικα και μετά να εξαφανίζομαι. ’Εγώ είμαι μέσα στον κόσμο. Και στο μαγαζί και στο δρόμο. Ανάγκες υπάρχουνε… Δεν μου λείπουνε τα λεφτά. Όποιος έχει ανάγκη έρχεται και με βρίσκει. Το ξέρουνε. Πάντα. Όχι τώρα. Και στην Κρήτη πού ήμουνα.
Έχεις αυτοκίνητο όμως.(Το είπα για να τον κεντρίσω, νοιώθοντας πως μου μιλούσε εμπιστευτικά κι όχι για να προβάλει τις καλοσύνες του). Κι απάντησε απλά:
-Τόχα απ’ την Κρήτη. Δεν τόκαμα εδώ. Για μένα να κάνω αυτοκίνητο εδώ, τώρα, είναι πολύ δύσκολο. Αλλά το χρειαζόμουνα για να γυρίζω την Κρήτη σα λυράρης. Το μισώ τ’ αυτοκίνητο. Πας δέκα βήματα με τα πόδια, βλέπεις πέντε ανθρώπους. Σου λένε: γεια σου Νίκο, τι κάνεις Νίκο. Πίνουμε κι έναν καφέ. Και είναι και υγεία. Εγώ είχα μάθει να βαδίζω.
Θα άφηνες το γιο σου να γίνει τραγουδιστής, λυράρης;
-Όχι. (Τόπε κοφτά). Έχω δει πολλά. Μεγάλη ατιμία. Για να τον κάνω τον γιο μου καλλιτέχνη είναι σα να του λέω γίνε άτιμος. Αυτό τα λέει όλα. Μεγάλη βρωμιά. Πώς να φάει ο ένας τον άλλο, να καταστρέψει. Έχεις αξία; Θα σε θάψουνε. Ανεβάζουνε όποιον θένε, κι όποιον θένε κατεβάζουνε. Και αν εσώθηκα εγώ, είναι γιατί ήταν το «Τσίρκο». Εκεί φαινόμουνα κάθε βράδυ, κι έμεινα κοντά στον κόσμο. Επέπλευσα. Είμαι πολύ πικραμένος. Και αν τα εγκαταλείψω καμιά φορά γι αυτά θά ’τανε. Αλλά λέω θα τους εξυπηρετήσω. Και δεν το κάνω. Ήμουνα μια χαρά εκεί. Τα λέω και δεν έχω κανένα να φοβηθώ. Κι αν δεν είχα την αγάπη του κόσμου θα τα παρατούσα και θά ’φευγα. Θα πήγαινα στην ησυχία μου. Σου είπα και προηγουμένως ότι δεν ήμουνα κάποιος που τον πήραν και τον έκαναν τραγουδιστή. ‘Ήμουνα. Θυμάμαι…
(Τον διέκοψε η κασέτα που τελείωσε. Αλλά συνέχισε αποφασισμένος να μου πει κάτι που τον έπνιγε καιρό).
Θυμάμαι, μια φορά τραγούδαγα σ’ ένα κρητικό μαγαζί κι έπαιζα λύρα. Μου στέλνανε γράμματα απ’ την Ε.Ρ.Τ. να πάω να κάνω μερικές εκπομπές στο ραδιόφωνο. Δεν ήθελα. Ό αδερφός μου ο Γιάννης κι ο Ζαχάρης που παίζουνε λαούτο με τουμπάρανε τελικά. Κι επήγα κι εβρήκα το Σίμο Καρρά. Αυτός ο άνθρωπος διευθύνει. Κι έχει κάμει μεγάλη ζημιά στο δημοτικό τραγούδι. Ήταν με τη γυναίκα του. Εγώ τότε είχα κάμει επιτυχίες που αγαπιότανε όχι μόνο στην Κρήτη. Είχα γυρίσει στις ρίζες. «Τί θα πεις», μου λέει. «Την Ανυφαντού», του απάντησα. «Αυτός ο δίσκος είναι να τον βάζεις για να γελάς». Εγώ έμεινα. Λέω: Λες να είναι κι έτσι; Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που κρατάει τη δημοτική μουσική στα χέρια του. Να πω «Τον Αντρειωμένο μην τον κλαις». «Όχι, μου είπε. Δεν το τραγουδάς καλά». Μάζεψα τα όργανά μου κι έφυγα. Έπαθα σοκ. Κλονίστηκα. Απογοητεύτηκα. Αχ! Τα θυμάμαι, δεν τα ξεχνάω.
Είπε την τελευταία κουβέντα μ’ ένα τόνο υποσχετικό. Σκέφτηκα το στίχο «Το ρόδο κι ο όμορφος ανθός φυτρώνει μες στ’ αγκάθι». Αλλά για τον φρόνιμο. Κι ο Ξυλούρης είναι. Με την πραγματική σημασία της λέξης. Πικράθηκε. Δεν παθιάστηκε. Πείνασε κάποτε. Και μικρός και μεγαλύτερος. Δεν τού ’γινε απωθημένο. Δεν συγχωράει όμως όσους κάνανε κακό στη μουσική. Όλους όσους κρατάνε τα κλειδιά στην έκφραση, και τα χρησιμοποιούνε κατά πως νομίζουνε, χωρίς να ξέρουνε.
-Ο Μαρκόπουλος με βοήθησε να βρω κουράγιο στην αρχή. Κι ο Ξαρχάκος. Το τραγούδι που ο Καρράς έβρισκε για γέλια, την «Ανυφαντού», κι οι δυο λένε πως είναι απ’ τα καλύτερα κρητικά τραγούδια. Μου δώσανε δουλειά. Αλλά δεν έχουμε υποστήριξη από το κράτος. Ευτυχώς που υπάρχουνε καλοί συνθέτες. Το βλέπεις και από την κασετοπειρατεία. Δεν κάνει τίποτα το Κράτος. Τίποτα. Και μπορεί. Αλλά αδιαφορεί. Όσο για τις εταιρίες… Τον τραγουδιστή τον έχουν για να τον εκμεταλλεύονται. Να τον ξεζουμίζουν. Μέχρι πού σκέφτομαι καμιά φορά ότι συνεργάζονται οι εταιρίες στην κασετοπειρατεία. Ότι παίρνουνε ποσοστά. Νομίζω. Υποψιάζομαι. Έτσι θα έλεγα αν με ρωτούσες.
Λέει πράγματα βαριά. Που άλλοι θα τα κρύβανε για λόγους επαγγελματικούς. Όχι μόνο δεν τον νοιάζει, αλλά μου λέει κάθε τόσο. «Να το γράψεις αυτό. Και το άλλο. Και το άλλοΝα γράψεις και για την τηλεόραση. Είναι αίσχος δηλαδή. Παίρνουνε τις εκπομπές αυτοί που παίρνανε και κατά την εφταετία. Και στο ραδιόφωνο και παντού. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Έχουμε μόνο τον Χατζιδάκι εκεί πέρα πού ’χει κάνει πολλά πράγματα και παλεύει. Στην τηλεόραση είναι πάλι εφταετία.
Τα λέει ήρεμα. Σαν σίγουρες διαπιστώσεις. Που επιτέλους μπορεί να τις πει.Μου κάνει εντύπωση πως η ομιλία του δεν θυμίζει τόσο έντονα Κρητικό όσο η νοοτροπία του. Κάπου, κάπου ο απόηχος του τσε αντί για το και.
Τι σ’ ανησυχεί, Νίκο Ξυλούρη. Το βλέπω στο βάθος των ματιών σου. Τι σε φοβίζει;
-Στην καρδιά του ανθρώπου η βρωμιά και στην καρδιά του τόπου η διχόνοια. Πρέπει όλοι εμείς να μονιάσουμε για να πάει μπροστά τούτος ο τόπος. Δεν είναι καλό κάτι; Να το σβήσουμε όλοι μαζί. Είναι; Να το σπρώξουμε όλοι μαζί. Να το υποστηρίξουμε. Εμείς αυτό είναι το πιο σπουδαίο που πρέπει να κάνουμε.
Τι σε τρομάζει;
-Η κακία. Η κακία με τρομάζει.
Θα σκότωνες ποτέ σου; Ξαφνιάστηκε. Αλλά απάντησε:
-Άμα απειλούσανε κάποιο δικό μας, ναι. Δύσκολη ερώτηση. Μόνο για άμυνα.
Τί γνώμη έχεις για τις γυναίκες; Τον μετρούσα με ξαφνικά θέματα. Δεν τον ένοιαζε όμως.
-Ό άντρας πρέπει νά ’ναι άντρας κι η γυναίκα, γυναίκα. Μερικά πράγματα δεν μπορεί να τα κάνει η γυναίκα.
Σαν τί δηλαδή;
-Εγώ μπορώ ν’ ανεβώ στον Ψηλορείτη που θέλει τέσσερις ώρες ως την κορφή στο άψε σβήσε, κι αυτή να φάει μια μέρα.
Χαμογέλασε παιδιάστικα. Μεγάλωσε με τις φροντίδες τριών αδερφάδων και μιας μάνας.
-Απ’ το πρωί ως το βράδυ με φροντίζανε. Τα στιβάκια μου, όλα. Κι εγώ φώναζα. Αλλά έτσι θέλουνε. Έχω λίγο συνηθίσει. Μπορεί η γυναίκα να γίνει και προεδρίνα. Αλλά όλα είναι εύκολα σήμερα. Κι η ζωή είναι ωραία άμα την παλέψεις. Άμα την ψάξεις, την αναζητήσεις.
Πως αισθάνεσαι σαν καλλιτέχνης μέσα στον κόσμο τον σημερινό; Σκέφτεται λίγο, κουνάει και το κεφάλι στωικά.
-Ο άνθρωπος που δημιουργεί πρέπει, να ελπίζει πως κάποτε θ’ αλλάξουν τα πράγματα και ν’ αγωνιστεί γι αυτό.
Πολλοί νέοι κυκλοφορούνε με το σεξουαλικό βιβλιαράκι στην τσέπη. Οι σκηνοθέτες κάνουνε πορνό για να εντυπωσιάσουνε. Πρέπει ν’ αλλάξουν όλα τούτα και θα παλέψουμε. Πιστεύω και στο Θεό. Έτσι όπως βαδίζουμε σ’ όλο τον κόσμο για την καταστροφή, τι να πω. Αλλά είμαι αισιόδοξος.
Τα ναρκωτικά;
-Να σου πω μια ιστορία. Βιαζόμουνα να πάω στο θέατρο. Τρακάρισα μ’ έναν ηλικιωμένο με την γυναίκα και την κόρη του στ’ αμάξι. Δεν πειράζει, θα τα κανονίσουν οι ασφάλειες. Και λέει η κόρη του – για καλό βέβαια η κοπέλα: Μπαμπά, είναι ο κύριος Ξυλούρης. Κι αρχίζει αυτός. «Α! Έχεις πιει τα χασίσια σου, τα ναρκωτικά σου και πας τώρα να τραγουδήσεις. Βέβαια θα σκοτώσεις κι ανθρώπους». Εγώ πέθανα. Μα το Θεό αν μού ’παιζες δέκα μαχαιριές δεν θά ’βγαζα σταλιά αίμα. Κοίταξε, λέω, σε ποιά κατηγορία μας έχουν εμάς τους καλλιτέχνες. Δεν φεύγει απ’ το μυαλό μου. Αυτό τα λέει όλα.
Κλαις συχνά;
-Ναι. Συγκινιέμαι εύκολα. Οι άντρες κλαίνε. Οι γυναίκες είναι δυνατές, σκληρές, όσο κι ευαίσθητες νά ’ναι. Κλαίω και για στενοχώρια. Κι όταν μ’ αρέσει κάτι.
Εδώ τέλειωσε η κουβέντα μου με τον Ξυλούρη. Το βράδυ αργά τον ξαναβρήκα στην «Αποσπερίδα» να τραγουδάει «Ερωτόκριτο» μαζί με την Μαρίζα. Ήταν ευτυχισμένος γιατί βρήκε μια συνεργασία χωρίς αντιζηλίες, κακίες και μικρότητες. Σ’ ένα καμαρίνι γεμάτο φίλους και φωτογραφίες των παιδιών του, του Ρίτσου, του Λεοντή, του Ξαρχάκου. Μια ατμόσφαιρα σπιτικού. Μου μίλησε για τα όνειρά του. Τα κοντινά και τα μακρινά.
-Θέλω να τραγουδήσω δικά μου τραγούδια. Κι άλλα καλά τραγούδια με γερό στίχο κι από καλούς συνθέτες. Να κάνω τον «Ρωτόκριτο» δίσκο.
Και μετά;
-Μετά να πάω στην Κρήτη. Να τακτοποιηθώ εκεί. Να στεριώσω δηλαδή όπως ήμουνα. Και ακούς εκεί; Ήρθε ένας δήμαρχος και μούπε πως προσπαθούνε στο νησί να ξεσηκώσουνε τους Κρητικούς να ζητήσουν ανεξαρτησία. Μετά από τόσους αγώνες για να ενωθούμε, με την Ελλάδα μας. Μας βάζουνε πάλι φιτιλιές. Κοντεύω να πεθάνω. Σε παρακαλώ, γράψτο κι αυτό. Πάνε να βάλουνε φωτιά στην Κρήτη όπως και στην Κύπρο…
Έφυγα με την αίσθηση ότι είχα κουβεντιάσει μ’ ένα κομμάτι γης. Γης στέρεης, βραχοσύστατης. Που δεν λασπώνει εύκολα, κι έχει νερό πολύ στις πηγές της. Δεν είπε μεγάλες κουβέντες, ο Ξυλούρης. Αγωνίζεται σιωπηλά. Μόνο το τραγούδι του, κεφάτη κρητική μαντινάδα, «Ερωτόκριτος» η φωνή βγαλμένη απ’ τα σωθικά αυτού του τόπου, τραβάει τις νυστεριές του. Φρόνιμα «δεν χάνεται στα πάθη». Γιατί τα μάτια του άστραφταν και χαμογέλαγαν τραγουδώντας:
Ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα σαν είν’ ο τράγος δυνατός δεν τόνε στένει η μάντρα…
πηγή: cnn.gr